Επικοινωνία: diodotos.k.t@gmail.com

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα 1961

του Νίκου Ρούσση


























Ένδεκα χρονών ήμουν τότε.
Ένα δωμάτιο και κουζίνα ήταν το «μέγαρο» που μέναμε στον Κορυδαλλό και η τουαλέττα στην αυλή.
Εγώ στο κρεβάτι, σκεπασμένος με κουβέρτα και πάπλωμα και το δωματιάκι να ζεσταίνεται από το …μαγκάλι με τα κάρβουνα...




Πού και πού η γιαγιά μου η Μαρουλιώ, άνοιγε στα γρήγορα ένα από τα δύο παράθυρα, για να φεύγουν οι αναθυμιάσεις.
Γιατί το κάνεις αυτό ρε γιαγιά, δεν βλέπεις ότι είμαι άρρωστος, την είχα ρωτήσει…
Δεν ξέρεις εσύ, μου είχε απαντήσει. Αυτός ο διάολος, μπορεί να ζεσταίνει αλλά βγάζει δηλητήριο και θα μας πνίξει εδώ μέσα.



Ο γιατρός είχε διαγνώσει αδενοπάθεια, μεγάλη αδυναμία και έλλειψη βασικών βιταμινών στον οργανισμό μου όταν, επιστρέφοντας ένα κρύο απόγευμα, από το δημοτικό σχολείο του Ρηνιωτάκη μέχρι το σπίτι, διασχίζοντας την έρημη, τότε, «στρατώνα» και το παρκάκι με τα πεύκα, εμφάνισα έναν πολύ υψηλό πυρετο και άρχισα να τρέμω από τις κρυάδες.

Μετά την εξέταση, μου χαμογέλασε…
Θα το αντιμετωπίσουμε, θα το αντιμετωπίσουμε, είπε
Βγάζοντας το μπλογκάκι με τις συνταγές απευθύνθηκε στην μάννα μου, που δεν μπορώ να σας περιγράψω το ύφος της.
Κυρά Γαρυφαλλιά της είπε, κατ’ αρχήν το παιδί πρέπει να τρώει καλά.
Κρεατόσουπες, κοτόσουπες, με σέλινα, καρόττα, πατάτες και τα τοιαύτα και να του αλέθετε στον μύλο τα κρεατικά, αυτό επιβάλλεται.
Το πρωϊ, φυσικό χυμό πορτοκαλιού και πλούσιο πρωϊνό, φρυγανισμένο ψωμί με βούτυρο και μέλι, βραστό αυγό, παχειά τυριά, καταλαβαίνετε.
Εδώ, είπε, σας έχω γράψει να πάρετε, μία σειρά ενέσιμες στρεπτομικίνες και πενικιλίνες, που θα πρέπει να κάνει για ένα τουλάχιστον μήνα.
Επίσης, συμπλήρωσε, θα πάρετε κι’ ένα μεγάλο μπουκάλι μουρουνόλαδο και θα του δίνετε μία κουταλιά της σούπας, πρωϊ-βράδυ.
Εννοείται ότι από το σπίτι δεν πρόκειται να βγεί, ενημερώστε το σχολείο του.

Η μάννα μου είχε αλλάξει δέκα χρώματα και τον κοίταζε αποσβωλομένη.
Γιατρέ μου, του λέει, ο άνδρας μου είναι έξη μήνες άνεργος, δεν έχουμε λεφτά να ακολουθήσουμε αυτή την θεραπεία.
Κυρά Γαρυφαλλιά, είπε, ελαφρώς ενοχλημένος ο ντόκτορ, εγώ δεν σας λέω το πώς θα κάνετε την θεραπεία, σας λέω ποιά θεραπεία πρέπει να ακουλουθήσετε, για να γλυτώσει το παιδί την φυματίωση και να ζήσει.
Κι’ έφυγε, αρνούμενος ευγενικά να πάρει την «επίσκεψη».

Όταν επέστρεψε το μεσημέρι, άπραγος από την αναζήτηση δουλειάς στα καράβια ο πατέρας, ενημερώθηκε ψυθιριστά από την μάννα μου, παρουσία της γιαγιάς, εκεί στο μεγάλο τραπέζι, που είχαμε στην μέση του δωματίου, για να τρώμε και να διαβάζουμε, εμείς τα παιδιά.
Δεν έβγαλε άχνα, πήγε στην κουζίνα και άρχισε να βαράει γροθιές στο άδειο ψυγείο του πάγου.
Μετά ακούσαμε την πόρτα εξόδου να κλείνει πίσω του.

Επέστρεψε μετά από δύο ώρες…φορτωμένος, με κρέατα, λαχανικά, ψωμιά, τα φάρμακα και κάποια γλυκά.
Τι έκανες, αναρωτήθηκε ανήσυχη η μάννα μου, που βρήκες τα λεφτά;
Πήγα στον αδελφό σου τον χασάπη και του είπα να μας φέρνει κάθε ημέρα κρέας και κοτόπουλο για το παιδί, να σημειώνει πόσο κάνουν κι’ όταν πιάσω δουλειά θα του τα δώσω.
Πήγα στον μπακάλη, στον μανάβη, τον φούρναρη, τον φαρμακοποιό και τους είπα τα ίδια.
Κανείς τους δεν αρνήθηκε, μου άνοιξαν τεφτέρι για τα χρωστούμενα.

Ύστερα σηκώθηκε από το τραπέζι και παρόλο που ήτανε κοντός, μου φάνηκε σαν γίγαντας.
Πήγε στο κομό, έβαλε μία κούπα κρασί και την ήπιε μονοκοπανιά.
Ύστερα ήλθε επάνω από το κρεββάτι μου.
Άπλωσε εκείνο το χέρι του, που θα μπορούσε να διαλύσει άνθρωπο και με χαϊδεψε με μία απίστευτη τρυφερότητα.
Έσκυψε, με φίλησε και μου ψιθύρισε σιγα στ’ αυτί.
Κοίτα να κάνεις ότι είπε ο γιατρός και να συνέλθεις, τον χαμό σου δεν πρόκειται να τον αντέξω…

Είκοσι ημέρες, μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων, εφήρμοσα την θεραπεία.
Έπινα το μουρουνόλαδο (ένα υγρό σαν καμμένο λάδι μηχανής είναι), έτρωγα τα πάντα και ο κώλος μου είχε γίνει σουρωτήρι, από τις ενέσεις που μου έκανε πρωϊ-βράδυ, μια γειτόνισσα, νοσοκόμα στα νειάτα της, η κυρά Μαρία.
Δεν θέλω λεφτά κυρά Γαρυφαλλιά μου, είχε πεί στην μάννα μου, ο Νικολάκης να γίνει καλά και να τον ξαναδούμε να παίζει πάλι μπάλλα στις αλάνες.

Παραμονή Χριστουγέννων του 1961 ήταν και είχα ήδη συνέλθει.
Ήλθε ο πατέρας μου χαρούμενος, με μία μικρή γαλοπούλα στην τσάντα.
Φτιάχτην πρώτα σούπα αυγολέμονο να φάει το παιδί, είπε στην μάννα μου κι’ ύστερα πήγαινέ την στο φούρνο να φάμε αύριο που είναι Χριστούγεννα.
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς μπαρκάρω της είπε και την φίλησε. Ετοίμασε το «μετάξι»(έτσι έλεγε τα ρούχα και τ’ αλλα που έπαιρνε μαζί του στο ταξίδι)

- Θέλω κι’ εγώ να «κάνω» Χριστούγεννα πατέρα, ψέλισα
- Δηλαδή, μου είπε γελώντας.
- Να αύριο, που είναι Χριστούγεννα, να μην πιώ μουρουνόλαδο και να μην έλθει πάλι η κυρά Μαρία να μου τρυπήσει τον κώλο.

Έτσι κι’ έγινε αδέλφια και ήταν από εκείνα τα Χριστούγεννα που δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου.
 

Νάσαστε όλοι καλά ρε και να μην περάσετε ποτέ τέτοια….

πηγή: Φιλινόη και φίλοι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου