του
Τιερί Μεϊσάν
Η αντιπαράθεση που μόλις συνέβη στη Λατάκια μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ανακατανομή των χαρτιών στον κόσμο. Για δύο λόγους, ο δεύτερος από τους οποίους κρύβεται στο δυτικό κοινό. Πρώτον, κόστισε τη ζωή 15 ρώσων στρατιωτών, δεύτερον, εμπλέκονται όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Πρόκειται για τη πιο δυνητικά επικίνδυνη κρίση εδώ και πάνω από 60 χρόνια. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι εάν ο πρόεδρος Τραμπ, στη μέση μιας κοινοβουλευτικής εκλογικής εκστρατείας, μπορεί να υποστηρίξει τον Ρώσο ομόλογό του, έτσι ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία να τιμωρήσουν τις αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως έκαναν μαζί το 1956 , κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ.
Γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για το τι συνέβη, εκτός από το ότι:
ένα βρετανικό Torpedo απογειώθηκε από την Κύπρο για να επισκεφθεί το Ιράκ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, παραβίασε τον συριακό εναέριο χώρο για να σαρώσει τις συριακές άμυνες και να καταστήσει δυνατή τη συμμαχική επίθεση.
λιγότερο από μια ώρα αργότερα, τέσσερις ισραηλινοί F-16 και μια γαλλική φρεγάτα, η Auvergne , εκτόξευσαν πύραυλους σε στόχους στη Συρία στο κυβερνείο της Λατάκια. Η συριακή αεράμυνα προστάτεψε τη χώρα της εκτοξεύοντας αντί-πυραύλους S-200 κατά των γαλλικών και ισραηλινών πυραύλων.
κατά τη διάρκεια της μάχης, ένα F-16 χρησιμοποίησε ως ασπίδα ένα ρωσικό Iliushin Il-20 που ήταν σε αποστολή επιτήρησης της ζώνης και παρακολούθησης των θέσεων εκτόξευσης των UAV των τζιχαντιστών. Η συριακή αεράμυνα εκτόξευσε ένα πύραυλο με στόχο τη θερμική υπογραφή του ισραηλινού αεροσκάφους. Μπορεί επομένως να κατέρριψε θεωρητικά το ρωσικό αεροπλάνο κατά λάθος.
Ωστόσο, είναι απίστευτο, καθώς οι πύραυλοι S-200 είναι εφοδιασμένοι με σύστημα αναγνώρισης φιλικών ή εχθρικών στόχων, πράγμα που διαδοχικά επιβεβαίωσε και μετά αναίρεσε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Ό τι και να ισχύει, το Ιλιούσιν όμως καταστράφηκε, χωρίς να γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα από ποιον και πώς.
Η δειλία της βρετανικής και της γαλλικής ηγεσίας τους οδήγησε να λογοκρίνουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ευθύνη τους σε αυτή την επιχείρηση. Το Λονδίνο δεν έδωσε κανένα σχόλιο και το Παρίσι αρνήθηκε τα γεγονότα. Ούτε το BBC ούτε η France-Télévision τόλμησαν να ανάφερουν το θέμα. Για αυτές τις δύο χώρες, περισσότερο από ποτέ, η πραγματικότητα της εξωτερικής πολιτικής αποκλείεται από τη δημοκρατική συζήτηση.
Δεν γνωρίζουμε αν η καταστροφή του ρωσικού αεροσκάφους, που συνεπάγεται το θάνατο των 15 ανδρών του πληρώματος, βαραίνει τον ισραηλινό πιλότο - φαίνεται πολύ απίθανο - τον ισραηλινό στρατό ή τη συμμαχία που οδήγησε αυτή την επίθεση.
Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ τεσσάρων πυρηνικών δυνάμεων. Επομένως, η κατάσταση αυτή είναι εξαιρετικά σοβαρή. Δεν έχει προηγούμενο από τη δημιουργία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα τέλη του 1991.
Η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή επίθεση είναι η αντίδραση αυτών των τριών χωρών στη ρωσοτουρκική συμφωνία που υπεγράφη στο Σότσι λίγες ώρες νωρίτερα. Έρχεται μετά την άρνηση των ΗΠΑ στις αρχές Σεπτεμβρίου να βομβαρδίσουν τη Συρία με ψευδές πρόσχημα και την αποστολή μιας αμερικανικής αντιπροσωπείας στον αραβικό κόσμο για να διαχωριστούν από τις βρετανογαλλικές πρωτοβουλίες [1].
Οι συμφωνίες του Σότσι υπογράφηκαν από την Τουρκία υπό ισχυρή πίεση από τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε αρνηθεί να υπογράψει στη Τεχεράνης το Μνημόνιο για την απόσυρση τζιχαντιστικών και τουρκικών δυνάμεων στην Ιντλιμπ, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν του είχε απαντήσει απότομα. Από τη μια πλευρά επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας [2] και, από την άλλη, υπογραμμίζοντας για πρώτη φορά την μη-νομημότητα στο διεθνές δίκαιο της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα αυτή. Πολύ ανήσυχος, ο Ερντογάν δέχτηκε μια πρόσκληση στη Ρωσία δέκα μέρες αργότερα.
Η συμφωνία του Σότσι, ενώ απομακρύνει λίγο περισσότερο τη Τουρκία από το ΝΑΤΟ με τις ρωσικές ενεργειακές συμβάσεις, ανάγκαζε de facto την Άγκυρα να αποσυρθεί από ένα μέρος του εδάφους που καταλαμβάνει, δήθεν για να προστατεύσει καλύτερα τους ψευδο-«αντάρτες» που έχουν συγκεντρωθεί στο κυβερνείο της Ιντλίμπ [3]. Περαιτέρω, η Τουρκία δεν διαθέτει παρά μόνο ένα μήνα για να κατασχέσει τα βαριά όπλα των φίλων της Αλ Κάιντα και του Νταές στην αποστρατικοποιημένη ζώνη [4].
Η συμφωνία αυτή ήταν προφανώς απαράδεκτη για το Λονδίνο, το Παρίσι και το Τελ Αβίβ:
στο μέλλον, προβλέπει το τέλος των τζιχαντιστών ως στρατό, ενώ το Λονδίνο τους εκπαιδεύει, τους υποστηρίζει και τους χειραγωγεί για δεκαετίες [5],
το τέλος του ονείρου μιας γαλλικής εντολής στη Συρία και της δημιουργίας μιας νέας γαλλικής αποικίας στο βόρειο τμήμα της χώρας, με το ψευδές όνομα Κουρδιστάν (το Κουρδιστάν είναι μόνο νομιμοποιημένο εντός των συνόρων που έχουν αναγνωριστεί από τη Διάσκεψη των Σεβρών το 1920. Δηλαδή, όχι στο Ιράν, ούτε στο Ιράκ ή στη Συρία, αλλά μόνο στην σημερινή Τουρκία [6]).
το τέλος της περιφερειακής κυριαρχίας του Ισραήλ ενώπιων μιας σταθερής Συρίας υπό ρωσική προστασία.
Η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή στρατιωτική συμμαχία δεν έδραξε από της κρίσης της Διώρυγας του Σουέζ το 1956. Εκείνη την εποχή, οι Anthony Eden, Guy Mollet και Δαβίδ Μπεν Γκουριόν είχαν από κοινού εμπλακεί τις δυνάμεις τους για να ταπεινώσουν τους Άραβες εθνικιστές, ιδίως τον Αιγύπτιο Gamal Abdel Nasser, και να αποκαταστήσουν τις αγγλικές και γαλλικές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες («Opération Mousquetaire», επιχείρηση σωματοφύλακας).
Αυτό ακριβώς συνέβη με αυτή τη νέα επίθεση: όπως το επιβεβαίωσε ο Γενικός Γραμματέας της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, καμία από τις στοχοθετημένες θέσεις δεν συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με το Ιράν ή τη Χεζμπολάχ. Αυτή η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή επιχείρηση δεν είχε καμία σχέση με τον διεθνή αγώνα ενάντια στους τζιχαντιστές γενικότερα και στη Νταές ειδικότερα. Δεν είχε καμία σχέση ούτε με την ανατροπή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας ή του προέδρου της, Μπασάρ αλ-Ασαντ. Ο κύριος σκοπός της ήταν να σκοτώσουν στρατιωτικούς επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών για πυραύλους στο Ινστιτούτο Τεχνικών Βιομηχανιών της Λατάκιας.
Πρόκειται συνεπώς για την επανάληψη και τη συνέχιση της πολιτικής των στοχοθετημένων δολοφονιών που διεξαγάγει το Ισραήλ εδώ και είκοσι χρόνια, διαδοχικά εναντίον των επιστημόνων του Ιράκ, του Ιράν και τώρα της Συρίας. Είναι ένας από τους πυλώνες της αποικιοκρατικής πολιτικής: να εμποδίσουν τους υποτακτικούς λαούς να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης με τους κυρίαρχους τους. Παλαιότερα, οι Δυτικοί απαγόρευαν στους δούλους τους να μάθουν να διαβάζουν με ποινή του θανάτου. Σήμερα εξαλείφουν τους επιστήμονες τους. Η πολιτική είχε ξαναρχίσει με τη βρετανο-γαλλο-αμερικανική βομβιστική επίθεση (14 Απριλίου, 2018) της οποίας ο μοναδικός στόχος που καταστράφηκε ήταν το επιστημονικό ερευνητικό κέντρο του Barzeh [7], και αργότερα με τη κατάργηση της συμφωνίας 5+1 με το Ιράν (JCPoA) που ανάγκασε αυτή τη χώρα να κλείσει τις σχολές πυρηνικής φυσικής της (8 Μαΐου 2018.
Είναι μια κατανομή των εργασιών: οι τζιχαντιστές καταστρέφουν το παρελθόν, οι Δυτικοί το μέλλον.
Από της εξάπλωσης των ρωσικών στρατευμάτων στη Συρία, στις 13 Σεπτεμβρίου 2015 για να βοηθήσει αυτή τη χώρας να πολεμήσει κατά των τρομοκρατών, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, κατάλαβαν την αδυνατότητα να εκτελεστεί το αμερικανικό σχέδιο χωρίς να διακινδυνεύσουν ένα Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την άφιξη του Donald Trump στο Λευκό Οίκο, αναθεώρησαν σταδιακά τους πολεμικούς στόχους τους, εγκαταλείψαν εκείνους των «Φίλων της Συρίας» και αναδιπλώθηκαν στις αντίστοιχες ιστορικές στρατηγικές τους [8].
Ήταν αυτή η λογική που τους οδήγησε στην ανασύσταση της συμμαχίας που προκάλεσε την κρίση του Σουέζ. Και είναι επίσης αυτή η λογική που ώθησε τη Γερμανία να αποστασιοποιηθεί από εκείνους.
Στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι αγγλική, γαλλική και ρωσική αυτοκρατορίες είχαν αποφασίσει να μοιραστούν τον κόσμο που θα πετύχαιναν την ημέρα της νίκης τους. Διαπραγματεύτηκε από τους Mark Sykes, Georges Picot και Sergei Sazonov. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσάρος ανατράπηκε από τους Μπολσεβίκους, έτσι ώστε τα μέρη του κόσμου που προορίζονταν για τη Ρωσική Αυτοκρατορία ξαναμπήκαν στο παιγνίδι. Εντέλει, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο το τμήμα του σχεδίου για τη Μέση Ανατολή εφαρμόστηκε υπό το όνομα των συμφωνιών "Sykes-Picot".
Η επιστροφή της Ρωσίας στο διεθνές παιχνίδι θέτει έτσι υπό αμφισβήτηση το βρετανο-γαλλικό αποικιακό μοίρασμα της Μέσης Ανατολής. Η προβλέψιμη σύγκρουση μόλις προέκυψε, τυχαία ή σκόπιμα, με την καταστροφή του Ilyushin Il-20 κατά τη διάρκεια της κοινής βρετανο-γαλλο-ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης.
Η κατάπληξη της διεθνούς κοινότητας ενώπιον του ξαφνικού ξεσπάσματος μιας αιωνόβιας σύγκρουσης μετράται από τη σιωπή του twitter του Λευκού Οίκου.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, τα εμπλεκόμενα ισραηλινά στρατεύματα ήταν δύο φορές πιο πολυάριθμα από το σύνολο των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων. Οι συνολικές συνασπισμένες δυνάμεις έφτασαν τους 250.000 άνδρες. Ήταν επομένως μια πολύ μεγάλη επιχείρηση σε σύγκριση με αυτή της Λατάκιας. Αλλά, οι δύο ακολουθίες ανταποκρίνονται στην ίδια διπλωματική λογική και είναι πιθανό να προκαλέσουν τις ίδιες εξελίξεις.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ στη μέση του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση είχε απειλήσει το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ με πυρηνική αντίδραση αν δεν αποχωρούσαν από την Αίγυπτο. Το ΝΑΤΟ υποστήριξε αρχικά τους Ευρωπαίους απειλώντας τη Μόσχα με Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν αλλάξουν το μυαλό τους. Στη μέση του Ψυχρού Πόλεμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν προσωρινά την ΕΣΣΔ για να σταματήσουν την ευρωπαϊκή τρέλα. Για την Ουάσιγκτον, το να άφηνε τους Ευρωπαίους να το κάνουν θα σήμαινε να ρίξουν το σύνολο των αραβικών χώρων στην αγκαλιά των Σοβιετικών.
Περαιτέρω, δεν ήταν δυνατή η αποδοχή της γαλλοβρετανικής επέμβασης τη στιγμή που κατήγγειλαν την καταστολή της ουγγρικής επανάστασης από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Ο πρόεδρος Dwight D. Eisenhower και ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ξεκίνησαν μια νομισματική επίθεση κατά της βρετανικής λίρας, έστειλαν τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις τους να παρεμβαίνουν στο βρετανο-γαλλο-ισραηλινό μηχανισμό και απαγόρευσαν τη χρήση του γαλλικού στρατιωτικού εξοπλισμού που χρηματοδοτούταν από αμερικανικά ταμεία.
Η διεθνής ειρήνη διατηρήθηκε χάρη σε ορισμένες τρίτες προσωπικότητες όπως τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Dag Hammarskjöld (ο οποίος δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα και πήρε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης μετά θάνατον), τον καναδικό Υπουργό Εξωτερικών Lester Β Τον Pearson (ο οποίος κέρδισε επίσης το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης) και τον ηγέτη τν μη-ευθυγραμμισμένων και πρωθυπουργό της Ινδίας Jawaharlal Nehru.
Η κρίση του Σουέζ αναδιοργάνωσε σε βάθος όχι μόνο τη διεθνή αλλά και την εθνική πολιτική ζωή για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ.
Παρακάμπτοντας τα βέτο των Ευρωπαίων στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προέτρεψε την αποχώρηση των εισβολέων και δημιούργησε την πρώτη δύναμη επέμβασης των Ηνωμένων Εθνών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Κοινοτήτων ζήτησε το τέλος της αποικιοκρατικής πολιτικής υπέρ της προώθησης των οικονομικών συμφερόντων του Λονδίνου μέσω της Κοινοπολιτείας.
Στη Γαλλία, οι κομμουνιστές, οι γκωλιστές και οι πουτζαδιστές (poujadistes) (συμπεριλαμβανομένου του Jean-Marie Le Pen) ενώθηκαν ενάντια στους κεντρώους και τους σοσιαλιστές, μια διαμόρφωση που δεν ξαναβρέθηκε ποτέ από τότε. Έξι χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Ντε Γκωλ θεώρησε ότι με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, έβαζε τέλος στη στρατιωτική συνεργασία με το αποικιοκρατικό κράτος του Ισραήλ και επανέλαβε την πολιτική φιλίας και συνεργασίας με τους αραβικούς λαούς που χαρακτήριζε πάντα τη Γαλλία, εκτός από την αποικιοκρατική παρένθεση [9].
Η θέση της Δύσης για την επίθεση στη Λατάκια είναι όσο πιο δύσκολη, δεδομένου ότι, παραβιάζοντας τη συμφωνία τους με τη Ρωσία, οι Ισραηλινοί δεν ενημέρωσαν τη Μόσχα για την επιχείρηση παρά πολύ καιρό μετά που άρχισε, μόλις ένα λεπτό πριν προβούν στις εκτοξεύσεις πυραύλων τους. Το Πεντάγωνο, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι δεν είχε ενημερωθεί καθόλου. Αλλά, υπενθυμίζουμε ότι η συμφωνία της ισραηλινο-ρωσικής αμοιβαίας μη επίθεσης στη Συρία υπάρχει μόνο επειδή το Ισραήλ είναι το οπλοστάσιο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, φυλάγοντας (με την Ιταλία) όλα τα αποθέματα όπλων και πυρομαχικών των ΗΠΑ για το σύνολο της περιοχής. Εάν το Ισραήλ δεν προειδοποίησε το Πεντάγωνο πριν από τη δράση του, δεν μπορεί να επωφεληθεί από την προστασία των ΗΠΑ και ως εκ τούτου το αμοιβαίο σύμφωνο μη-επιθέσης μπορεί να αμφισβητηθεί από τη Ρωσία.
Η ρωσική απάντηση εξαρτάται από τη θέση του Λευκού Οίκου την οποία δεν γνωρίζουμε προς το παρόν. Πρέπει να καθοδηγείται τόσο από την επιθυμία να μειωθεί η ένταση, αν δυνατόν, και να διατηρήσει τη πολιτική αποτροπής της τιμωρώντας τον ή τους ένοχους του οποίους θα κατονομάσει το Κρεμλίνο. Δεν είναι απαραίτητο η Ρωσία να δημοσιοποιήσει αυτή την κύρωση υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες καγκελαρίες θα ενημερωθούν σχετικά.
Η Ρωσία έχει την επιλογή να μη δει στην καταστροφή του αεροπλάνου παρά μόνο ένα λάθος ενός ισραηλινού πιλότου, ή του ισραηλινού στρατού ή ακόμη των τριών εμπλεκομένων κρατών (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ισραήλ). Ο Ρώσος υπουργός της Άμυνας, Σεργκέι Σόγγου, τηλεφώνησε στον ισραηλινό ομόλογό του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν. Τον ενημέρωσε ότι θεωρεί το Ισραήλ υπεύθυνο για το ατύχημα και διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε αντίποινα. Λίγο αργότερα, ο πρόεδρος Πούτιν δήλωσε: «Πρόκειται για μια σειρά τραγικών γεγονότων επειδή το αεροπλάνο μας δεν καταρρίφθηκε από ισραηλινό αεροσκάφος». Ήθελε να διακρίνει την κατάσταση αυτή από την κατάρριψη του Sukhoi 24-M που σκόπιμα καταρρίφτηκε από τουρκικά μαχητικά, το Νοέμβριο του 2015. Κατευθυνόμαστε επομένως προς το δημόσιο καταλογισμό του Ισραήλ ως αποκλειστικό υπεύθυνο και μια απόφαση μυστικής κύρωσης εναντίον των τριών εμπλεκόμενων κρατών.
Ο ισραηλινός επιτετραμμένος στη Μόσχα, Keren Cohen Gat, κλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ενώ, με τα συνηθισμένα αντανακλαστικά του, ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, προσπαθούσε να αποδώσει τη συντριβή του αεροπλάνου στο Ιράν, μία ισραηλινή αντιπροσωπεία, υπό την ηγεσία του Αρχηγού του Πολεμικού Ναυτικού της Πολεμικής Αεροπορίας του, στρατηγού Αμικάμ Νορκίν, έσπευσε τότε στη Μόσχα με πρωτοφανή ταχύτητα. Αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του ρωσικού υπουργείου Αμύνης, ισχυρίστηκε ότι το Ισραήλ είναι αθώο και ότι όλη η ευθύνη έγκειται στην ασχετοσύνη των Σύρων.
Ο πρόεδρος Donald Trump, μεγάλος θαυμαστής της εξωτερικής πολιτικής του Richard Nixon, έχει την ευκαιρία τώρα να τερματίσει τη βρετανο-γαλλο-ισραηλινή υποστήριξη στο βαθύ κράτος των ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν μπορεί να δώσει την εντύπωση, στη μέση της ενδιάμεσης εκλογικής εκστρατείας, να στηρίξει τον ρώσο αντίπαλο και να κατακρίνει τους συμμάχους. Ως εκ τούτου, αναζητά έναν τρόπο να παρουσιάσει αυτή τη μεγάλη κυβίστηση στην εσωτερική κοινή γνώμη του. Από αυτή την άποψη, καταδίκασε σε συνέντευξή του στο Hill TV , την αμερικανική δέσμευση προς την διευρυμένη Μέση Ανατολή που αποφάσισε ο προκάτοχός του George Bush Jr μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Άμυνας, στρατηγός Ιγκόρ Κονασένκοφ, παρουσίασε τη σύνθεση των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών και των πληροφοριών που δόθηκαν από τη Συρία και το Ισραήλ.
Κατηγόρησε το εβραϊκό κράτος ότι σκόπιμα παραβίασε τη συμφωνία μη-επιθέσης του 2015 παραλείποντας να προειδοποιήσει εκ των προτέρων τη Ρωσία για την επίθεσή του και ψευδόμενο για τους στόχους του.
Το κατηγόρησε ότι έθεσε σε κίνδυνο τις πολιτικές πτήσεις σε αυτή την περιοχή της Μεσογείου και ότι είναι υπεύθυνο για την καταστροφή του Iliushin Il-20.
Κατήγγειλε τη μη παροχή βοήθειας στους Ρώσους στρατιώτες όταν έπεφτε το αεροπλάνο τους.
Κατηγόρησε επίσης τον στρατηγό Αμικάμ Νορκίν ότι έλεγε ψέματα υποστηρίζοντας ότι τα ισραηλινά αεροπλάνα είχαν ήδη επιστρέψει στο Ισραήλ όταν έπεσε το ρωσικό αεροπλάνο.
Τέλος, απέρριψε τις κατηγορίες ερασιτεχνισμού κατά της συριακής αεράμυνας.
Ωστόσο, απέφυγε να εμπλέξει δημοσίως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, τα οποία όμως εμπλέκονται επίσης στις παρατηρήσεις του εναντίον του Ισραήλ.
Στη περίπτωση που ο Λευκός Οίκος θα έβρισκε αποδεκτή αφήγηση των γεγονότων για τους εκλογείς του, η Ρωσία θα μπορούσε να απαγορεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ κάθε διείσδυση στην θαλάσσια, χερσαία και αέρια περιοχή της Συρίας χωρίς άδεια από τη Δαμασκό. Το Λονδίνο και το Παρίσι θα έπρεπε τότε να σταματήσουν τις απειλές βομβιστικών επιθέσεων με οποιοδήποτε πρόσχημα (τα ψεύτικα χημικά όπλα) και να αποσύρουν τις ειδικές δυνάμεις τους. Αυτό το μέτρο θα εφαρμοζόταν για οποιονδήποτε πρωταγωνιστή, γενικά, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας στην Ιντλίμπ.
Η αντιπαράθεση που μόλις συνέβη στη Λατάκια μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη ανακατανομή των χαρτιών στον κόσμο. Για δύο λόγους, ο δεύτερος από τους οποίους κρύβεται στο δυτικό κοινό. Πρώτον, κόστισε τη ζωή 15 ρώσων στρατιωτών, δεύτερον, εμπλέκονται όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Πρόκειται για τη πιο δυνητικά επικίνδυνη κρίση εδώ και πάνω από 60 χρόνια. Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι εάν ο πρόεδρος Τραμπ, στη μέση μιας κοινοβουλευτικής εκλογικής εκστρατείας, μπορεί να υποστηρίξει τον Ρώσο ομόλογό του, έτσι ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία να τιμωρήσουν τις αποικιοκρατικές δυνάμεις όπως έκαναν μαζί το 1956 , κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ.
Στις
17 Σεπτεμβρίου 2018, η Γαλλία, το Ισραήλ και το Ηνωμένο Βασίλειο
διεξήγαγαν κοινή επιχείρηση σε συριακούς στόχους. Κατά τη διάρκεια των
σύντομων μαχών, ένα ρωσικό αεροσκάφος αναγνώρισης καταρρίφθηκε από
φιλικό συριακό πύραυλο. Η εξέταση των καταγραφών δείχνει ότι ένα
ισραηλινό F-16 είχε κρυφτεί πίσω από το Illiusin Il-20 για να
παραπλανήσει τη συριακή αεράμυνα.
Η καταστροφή ενός ρωσικού στρατιωτικού αεροσκάφους από την
υπαιτιότητα του Ισραήλ κατά τη διάρκεια μιας κοινής
βρετανο-γαλλο-ισραηλινής επιχείρησης προκάλεσε έκπληξη σε όλες τις
καγκελαρίες. Αν υπήρχε μια κόκκινη γραμμή από την αρχή της σύγκρουσης
στη Συρία, πριν από επτά χρόνια, είναι ότι οι διάφοροι πρωταγωνιστές δεν
έθεσαν ποτέ σε κίνδυνο τις ρωσικές, αμερικανικές ή ισραηλινές δυνάμεις.Γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για το τι συνέβη, εκτός από το ότι:
ένα βρετανικό Torpedo απογειώθηκε από την Κύπρο για να επισκεφθεί το Ιράκ. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, παραβίασε τον συριακό εναέριο χώρο για να σαρώσει τις συριακές άμυνες και να καταστήσει δυνατή τη συμμαχική επίθεση.
λιγότερο από μια ώρα αργότερα, τέσσερις ισραηλινοί F-16 και μια γαλλική φρεγάτα, η Auvergne , εκτόξευσαν πύραυλους σε στόχους στη Συρία στο κυβερνείο της Λατάκια. Η συριακή αεράμυνα προστάτεψε τη χώρα της εκτοξεύοντας αντί-πυραύλους S-200 κατά των γαλλικών και ισραηλινών πυραύλων.
κατά τη διάρκεια της μάχης, ένα F-16 χρησιμοποίησε ως ασπίδα ένα ρωσικό Iliushin Il-20 που ήταν σε αποστολή επιτήρησης της ζώνης και παρακολούθησης των θέσεων εκτόξευσης των UAV των τζιχαντιστών. Η συριακή αεράμυνα εκτόξευσε ένα πύραυλο με στόχο τη θερμική υπογραφή του ισραηλινού αεροσκάφους. Μπορεί επομένως να κατέρριψε θεωρητικά το ρωσικό αεροπλάνο κατά λάθος.
Ωστόσο, είναι απίστευτο, καθώς οι πύραυλοι S-200 είναι εφοδιασμένοι με σύστημα αναγνώρισης φιλικών ή εχθρικών στόχων, πράγμα που διαδοχικά επιβεβαίωσε και μετά αναίρεσε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Ό τι και να ισχύει, το Ιλιούσιν όμως καταστράφηκε, χωρίς να γνωρίζει κανείς με βεβαιότητα από ποιον και πώς.
Η δειλία της βρετανικής και της γαλλικής ηγεσίας τους οδήγησε να λογοκρίνουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ευθύνη τους σε αυτή την επιχείρηση. Το Λονδίνο δεν έδωσε κανένα σχόλιο και το Παρίσι αρνήθηκε τα γεγονότα. Ούτε το BBC ούτε η France-Télévision τόλμησαν να ανάφερουν το θέμα. Για αυτές τις δύο χώρες, περισσότερο από ποτέ, η πραγματικότητα της εξωτερικής πολιτικής αποκλείεται από τη δημοκρατική συζήτηση.
Άμεση ερμηνεία των γεγονότων
Δεν γνωρίζουμε αν η καταστροφή του ρωσικού αεροσκάφους, που συνεπάγεται το θάνατο των 15 ανδρών του πληρώματος, βαραίνει τον ισραηλινό πιλότο - φαίνεται πολύ απίθανο - τον ισραηλινό στρατό ή τη συμμαχία που οδήγησε αυτή την επίθεση.
Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ τεσσάρων πυρηνικών δυνάμεων. Επομένως, η κατάσταση αυτή είναι εξαιρετικά σοβαρή. Δεν έχει προηγούμενο από τη δημιουργία της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα τέλη του 1991.
Η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή επίθεση είναι η αντίδραση αυτών των τριών χωρών στη ρωσοτουρκική συμφωνία που υπεγράφη στο Σότσι λίγες ώρες νωρίτερα. Έρχεται μετά την άρνηση των ΗΠΑ στις αρχές Σεπτεμβρίου να βομβαρδίσουν τη Συρία με ψευδές πρόσχημα και την αποστολή μιας αμερικανικής αντιπροσωπείας στον αραβικό κόσμο για να διαχωριστούν από τις βρετανογαλλικές πρωτοβουλίες [1].
Οι συμφωνίες του Σότσι υπογράφηκαν από την Τουρκία υπό ισχυρή πίεση από τη Ρωσία. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε αρνηθεί να υπογράψει στη Τεχεράνης το Μνημόνιο για την απόσυρση τζιχαντιστικών και τουρκικών δυνάμεων στην Ιντλιμπ, ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν του είχε απαντήσει απότομα. Από τη μια πλευρά επιβεβαιώνοντας την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας [2] και, από την άλλη, υπογραμμίζοντας για πρώτη φορά την μη-νομημότητα στο διεθνές δίκαιο της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στη χώρα αυτή. Πολύ ανήσυχος, ο Ερντογάν δέχτηκε μια πρόσκληση στη Ρωσία δέκα μέρες αργότερα.
Η συμφωνία του Σότσι, ενώ απομακρύνει λίγο περισσότερο τη Τουρκία από το ΝΑΤΟ με τις ρωσικές ενεργειακές συμβάσεις, ανάγκαζε de facto την Άγκυρα να αποσυρθεί από ένα μέρος του εδάφους που καταλαμβάνει, δήθεν για να προστατεύσει καλύτερα τους ψευδο-«αντάρτες» που έχουν συγκεντρωθεί στο κυβερνείο της Ιντλίμπ [3]. Περαιτέρω, η Τουρκία δεν διαθέτει παρά μόνο ένα μήνα για να κατασχέσει τα βαριά όπλα των φίλων της Αλ Κάιντα και του Νταές στην αποστρατικοποιημένη ζώνη [4].
Η συμφωνία αυτή ήταν προφανώς απαράδεκτη για το Λονδίνο, το Παρίσι και το Τελ Αβίβ:
στο μέλλον, προβλέπει το τέλος των τζιχαντιστών ως στρατό, ενώ το Λονδίνο τους εκπαιδεύει, τους υποστηρίζει και τους χειραγωγεί για δεκαετίες [5],
το τέλος του ονείρου μιας γαλλικής εντολής στη Συρία και της δημιουργίας μιας νέας γαλλικής αποικίας στο βόρειο τμήμα της χώρας, με το ψευδές όνομα Κουρδιστάν (το Κουρδιστάν είναι μόνο νομιμοποιημένο εντός των συνόρων που έχουν αναγνωριστεί από τη Διάσκεψη των Σεβρών το 1920. Δηλαδή, όχι στο Ιράν, ούτε στο Ιράκ ή στη Συρία, αλλά μόνο στην σημερινή Τουρκία [6]).
το τέλος της περιφερειακής κυριαρχίας του Ισραήλ ενώπιων μιας σταθερής Συρίας υπό ρωσική προστασία.
Μεσοπρόθεσμη ερμηνεία των γεγονότων
Η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή στρατιωτική συμμαχία δεν έδραξε από της κρίσης της Διώρυγας του Σουέζ το 1956. Εκείνη την εποχή, οι Anthony Eden, Guy Mollet και Δαβίδ Μπεν Γκουριόν είχαν από κοινού εμπλακεί τις δυνάμεις τους για να ταπεινώσουν τους Άραβες εθνικιστές, ιδίως τον Αιγύπτιο Gamal Abdel Nasser, και να αποκαταστήσουν τις αγγλικές και γαλλικές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες («Opération Mousquetaire», επιχείρηση σωματοφύλακας).
Αυτό ακριβώς συνέβη με αυτή τη νέα επίθεση: όπως το επιβεβαίωσε ο Γενικός Γραμματέας της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα, καμία από τις στοχοθετημένες θέσεις δεν συνδέονταν άμεσα ή έμμεσα με το Ιράν ή τη Χεζμπολάχ. Αυτή η βρετανο-γαλλο-ισραηλινή επιχείρηση δεν είχε καμία σχέση με τον διεθνή αγώνα ενάντια στους τζιχαντιστές γενικότερα και στη Νταές ειδικότερα. Δεν είχε καμία σχέση ούτε με την ανατροπή της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας ή του προέδρου της, Μπασάρ αλ-Ασαντ. Ο κύριος σκοπός της ήταν να σκοτώσουν στρατιωτικούς επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών για πυραύλους στο Ινστιτούτο Τεχνικών Βιομηχανιών της Λατάκιας.
Πρόκειται συνεπώς για την επανάληψη και τη συνέχιση της πολιτικής των στοχοθετημένων δολοφονιών που διεξαγάγει το Ισραήλ εδώ και είκοσι χρόνια, διαδοχικά εναντίον των επιστημόνων του Ιράκ, του Ιράν και τώρα της Συρίας. Είναι ένας από τους πυλώνες της αποικιοκρατικής πολιτικής: να εμποδίσουν τους υποτακτικούς λαούς να φτάσουν στο ίδιο επίπεδο εκπαίδευσης με τους κυρίαρχους τους. Παλαιότερα, οι Δυτικοί απαγόρευαν στους δούλους τους να μάθουν να διαβάζουν με ποινή του θανάτου. Σήμερα εξαλείφουν τους επιστήμονες τους. Η πολιτική είχε ξαναρχίσει με τη βρετανο-γαλλο-αμερικανική βομβιστική επίθεση (14 Απριλίου, 2018) της οποίας ο μοναδικός στόχος που καταστράφηκε ήταν το επιστημονικό ερευνητικό κέντρο του Barzeh [7], και αργότερα με τη κατάργηση της συμφωνίας 5+1 με το Ιράν (JCPoA) που ανάγκασε αυτή τη χώρα να κλείσει τις σχολές πυρηνικής φυσικής της (8 Μαΐου 2018.
Είναι μια κατανομή των εργασιών: οι τζιχαντιστές καταστρέφουν το παρελθόν, οι Δυτικοί το μέλλον.
Μακροπρόθεσμη ερμηνεία των γεγονότων
Από της εξάπλωσης των ρωσικών στρατευμάτων στη Συρία, στις 13 Σεπτεμβρίου 2015 για να βοηθήσει αυτή τη χώρας να πολεμήσει κατά των τρομοκρατών, οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, κατάλαβαν την αδυνατότητα να εκτελεστεί το αμερικανικό σχέδιο χωρίς να διακινδυνεύσουν ένα Παγκόσμιο Πόλεμο. Με την άφιξη του Donald Trump στο Λευκό Οίκο, αναθεώρησαν σταδιακά τους πολεμικούς στόχους τους, εγκαταλείψαν εκείνους των «Φίλων της Συρίας» και αναδιπλώθηκαν στις αντίστοιχες ιστορικές στρατηγικές τους [8].
Ήταν αυτή η λογική που τους οδήγησε στην ανασύσταση της συμμαχίας που προκάλεσε την κρίση του Σουέζ. Και είναι επίσης αυτή η λογική που ώθησε τη Γερμανία να αποστασιοποιηθεί από εκείνους.
Στην αρχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι αγγλική, γαλλική και ρωσική αυτοκρατορίες είχαν αποφασίσει να μοιραστούν τον κόσμο που θα πετύχαιναν την ημέρα της νίκης τους. Διαπραγματεύτηκε από τους Mark Sykes, Georges Picot και Sergei Sazonov. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσάρος ανατράπηκε από τους Μπολσεβίκους, έτσι ώστε τα μέρη του κόσμου που προορίζονταν για τη Ρωσική Αυτοκρατορία ξαναμπήκαν στο παιγνίδι. Εντέλει, στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μόνο το τμήμα του σχεδίου για τη Μέση Ανατολή εφαρμόστηκε υπό το όνομα των συμφωνιών "Sykes-Picot".
Η επιστροφή της Ρωσίας στο διεθνές παιχνίδι θέτει έτσι υπό αμφισβήτηση το βρετανο-γαλλικό αποικιακό μοίρασμα της Μέσης Ανατολής. Η προβλέψιμη σύγκρουση μόλις προέκυψε, τυχαία ή σκόπιμα, με την καταστροφή του Ilyushin Il-20 κατά τη διάρκεια της κοινής βρετανο-γαλλο-ισραηλινής στρατιωτικής επιχείρησης.
Η αντίδραση
Η κατάπληξη της διεθνούς κοινότητας ενώπιον του ξαφνικού ξεσπάσματος μιας αιωνόβιας σύγκρουσης μετράται από τη σιωπή του twitter του Λευκού Οίκου.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ, τα εμπλεκόμενα ισραηλινά στρατεύματα ήταν δύο φορές πιο πολυάριθμα από το σύνολο των βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων. Οι συνολικές συνασπισμένες δυνάμεις έφτασαν τους 250.000 άνδρες. Ήταν επομένως μια πολύ μεγάλη επιχείρηση σε σύγκριση με αυτή της Λατάκιας. Αλλά, οι δύο ακολουθίες ανταποκρίνονται στην ίδια διπλωματική λογική και είναι πιθανό να προκαλέσουν τις ίδιες εξελίξεις.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του Σουέζ στη μέση του Ψυχρού Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση είχε απειλήσει το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ με πυρηνική αντίδραση αν δεν αποχωρούσαν από την Αίγυπτο. Το ΝΑΤΟ υποστήριξε αρχικά τους Ευρωπαίους απειλώντας τη Μόσχα με Παγκόσμιο Πόλεμο, πριν αλλάξουν το μυαλό τους. Στη μέση του Ψυχρού Πόλεμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν προσωρινά την ΕΣΣΔ για να σταματήσουν την ευρωπαϊκή τρέλα. Για την Ουάσιγκτον, το να άφηνε τους Ευρωπαίους να το κάνουν θα σήμαινε να ρίξουν το σύνολο των αραβικών χώρων στην αγκαλιά των Σοβιετικών.
Περαιτέρω, δεν ήταν δυνατή η αποδοχή της γαλλοβρετανικής επέμβασης τη στιγμή που κατήγγειλαν την καταστολή της ουγγρικής επανάστασης από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Ο πρόεδρος Dwight D. Eisenhower και ο αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον ξεκίνησαν μια νομισματική επίθεση κατά της βρετανικής λίρας, έστειλαν τις ναυτικές και αεροπορικές δυνάμεις τους να παρεμβαίνουν στο βρετανο-γαλλο-ισραηλινό μηχανισμό και απαγόρευσαν τη χρήση του γαλλικού στρατιωτικού εξοπλισμού που χρηματοδοτούταν από αμερικανικά ταμεία.
Η διεθνής ειρήνη διατηρήθηκε χάρη σε ορισμένες τρίτες προσωπικότητες όπως τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Dag Hammarskjöld (ο οποίος δολοφονήθηκε τρία χρόνια αργότερα και πήρε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης μετά θάνατον), τον καναδικό Υπουργό Εξωτερικών Lester Β Τον Pearson (ο οποίος κέρδισε επίσης το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης) και τον ηγέτη τν μη-ευθυγραμμισμένων και πρωθυπουργό της Ινδίας Jawaharlal Nehru.
Η κρίση του Σουέζ αναδιοργάνωσε σε βάθος όχι μόνο τη διεθνή αλλά και την εθνική πολιτική ζωή για το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ.
Παρακάμπτοντας τα βέτο των Ευρωπαίων στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ προέτρεψε την αποχώρηση των εισβολέων και δημιούργησε την πρώτη δύναμη επέμβασης των Ηνωμένων Εθνών.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Βουλή των Κοινοτήτων ζήτησε το τέλος της αποικιοκρατικής πολιτικής υπέρ της προώθησης των οικονομικών συμφερόντων του Λονδίνου μέσω της Κοινοπολιτείας.
Στη Γαλλία, οι κομμουνιστές, οι γκωλιστές και οι πουτζαδιστές (poujadistes) (συμπεριλαμβανομένου του Jean-Marie Le Pen) ενώθηκαν ενάντια στους κεντρώους και τους σοσιαλιστές, μια διαμόρφωση που δεν ξαναβρέθηκε ποτέ από τότε. Έξι χρόνια αργότερα, ο πρόεδρος Ντε Γκωλ θεώρησε ότι με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Αλγερίας, έβαζε τέλος στη στρατιωτική συνεργασία με το αποικιοκρατικό κράτος του Ισραήλ και επανέλαβε την πολιτική φιλίας και συνεργασίας με τους αραβικούς λαούς που χαρακτήριζε πάντα τη Γαλλία, εκτός από την αποικιοκρατική παρένθεση [9].
Η θέση της Δύσης για την επίθεση στη Λατάκια είναι όσο πιο δύσκολη, δεδομένου ότι, παραβιάζοντας τη συμφωνία τους με τη Ρωσία, οι Ισραηλινοί δεν ενημέρωσαν τη Μόσχα για την επιχείρηση παρά πολύ καιρό μετά που άρχισε, μόλις ένα λεπτό πριν προβούν στις εκτοξεύσεις πυραύλων τους. Το Πεντάγωνο, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι δεν είχε ενημερωθεί καθόλου. Αλλά, υπενθυμίζουμε ότι η συμφωνία της ισραηλινο-ρωσικής αμοιβαίας μη επίθεσης στη Συρία υπάρχει μόνο επειδή το Ισραήλ είναι το οπλοστάσιο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, φυλάγοντας (με την Ιταλία) όλα τα αποθέματα όπλων και πυρομαχικών των ΗΠΑ για το σύνολο της περιοχής. Εάν το Ισραήλ δεν προειδοποίησε το Πεντάγωνο πριν από τη δράση του, δεν μπορεί να επωφεληθεί από την προστασία των ΗΠΑ και ως εκ τούτου το αμοιβαίο σύμφωνο μη-επιθέσης μπορεί να αμφισβητηθεί από τη Ρωσία.
Η ρωσική απάντηση εξαρτάται από τη θέση του Λευκού Οίκου την οποία δεν γνωρίζουμε προς το παρόν. Πρέπει να καθοδηγείται τόσο από την επιθυμία να μειωθεί η ένταση, αν δυνατόν, και να διατηρήσει τη πολιτική αποτροπής της τιμωρώντας τον ή τους ένοχους του οποίους θα κατονομάσει το Κρεμλίνο. Δεν είναι απαραίτητο η Ρωσία να δημοσιοποιήσει αυτή την κύρωση υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες καγκελαρίες θα ενημερωθούν σχετικά.
Η ρωσική απάντηση
Η Ρωσία έχει την επιλογή να μη δει στην καταστροφή του αεροπλάνου παρά μόνο ένα λάθος ενός ισραηλινού πιλότου, ή του ισραηλινού στρατού ή ακόμη των τριών εμπλεκομένων κρατών (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία και Ισραήλ). Ο Ρώσος υπουργός της Άμυνας, Σεργκέι Σόγγου, τηλεφώνησε στον ισραηλινό ομόλογό του Αβιγκντόρ Λίμπερμαν. Τον ενημέρωσε ότι θεωρεί το Ισραήλ υπεύθυνο για το ατύχημα και διατηρεί το δικαίωμα να προβεί σε αντίποινα. Λίγο αργότερα, ο πρόεδρος Πούτιν δήλωσε: «Πρόκειται για μια σειρά τραγικών γεγονότων επειδή το αεροπλάνο μας δεν καταρρίφθηκε από ισραηλινό αεροσκάφος». Ήθελε να διακρίνει την κατάσταση αυτή από την κατάρριψη του Sukhoi 24-M που σκόπιμα καταρρίφτηκε από τουρκικά μαχητικά, το Νοέμβριο του 2015. Κατευθυνόμαστε επομένως προς το δημόσιο καταλογισμό του Ισραήλ ως αποκλειστικό υπεύθυνο και μια απόφαση μυστικής κύρωσης εναντίον των τριών εμπλεκόμενων κρατών.
Ο ισραηλινός επιτετραμμένος στη Μόσχα, Keren Cohen Gat, κλήθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ενώ, με τα συνηθισμένα αντανακλαστικά του, ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, προσπαθούσε να αποδώσει τη συντριβή του αεροπλάνου στο Ιράν, μία ισραηλινή αντιπροσωπεία, υπό την ηγεσία του Αρχηγού του Πολεμικού Ναυτικού της Πολεμικής Αεροπορίας του, στρατηγού Αμικάμ Νορκίν, έσπευσε τότε στη Μόσχα με πρωτοφανή ταχύτητα. Αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς του ρωσικού υπουργείου Αμύνης, ισχυρίστηκε ότι το Ισραήλ είναι αθώο και ότι όλη η ευθύνη έγκειται στην ασχετοσύνη των Σύρων.
Ο πρόεδρος Donald Trump, μεγάλος θαυμαστής της εξωτερικής πολιτικής του Richard Nixon, έχει την ευκαιρία τώρα να τερματίσει τη βρετανο-γαλλο-ισραηλινή υποστήριξη στο βαθύ κράτος των ΗΠΑ. Ωστόσο, δεν μπορεί να δώσει την εντύπωση, στη μέση της ενδιάμεσης εκλογικής εκστρατείας, να στηρίξει τον ρώσο αντίπαλο και να κατακρίνει τους συμμάχους. Ως εκ τούτου, αναζητά έναν τρόπο να παρουσιάσει αυτή τη μεγάλη κυβίστηση στην εσωτερική κοινή γνώμη του. Από αυτή την άποψη, καταδίκασε σε συνέντευξή του στο Hill TV , την αμερικανική δέσμευση προς την διευρυμένη Μέση Ανατολή που αποφάσισε ο προκάτοχός του George Bush Jr μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, ο εκπρόσωπος του ρωσικού Υπουργείου Άμυνας, στρατηγός Ιγκόρ Κονασένκοφ, παρουσίασε τη σύνθεση των ρωσικών υπηρεσιών πληροφοριών και των πληροφοριών που δόθηκαν από τη Συρία και το Ισραήλ.
Κατηγόρησε το εβραϊκό κράτος ότι σκόπιμα παραβίασε τη συμφωνία μη-επιθέσης του 2015 παραλείποντας να προειδοποιήσει εκ των προτέρων τη Ρωσία για την επίθεσή του και ψευδόμενο για τους στόχους του.
Το κατηγόρησε ότι έθεσε σε κίνδυνο τις πολιτικές πτήσεις σε αυτή την περιοχή της Μεσογείου και ότι είναι υπεύθυνο για την καταστροφή του Iliushin Il-20.
Κατήγγειλε τη μη παροχή βοήθειας στους Ρώσους στρατιώτες όταν έπεφτε το αεροπλάνο τους.
Κατηγόρησε επίσης τον στρατηγό Αμικάμ Νορκίν ότι έλεγε ψέματα υποστηρίζοντας ότι τα ισραηλινά αεροπλάνα είχαν ήδη επιστρέψει στο Ισραήλ όταν έπεσε το ρωσικό αεροπλάνο.
Τέλος, απέρριψε τις κατηγορίες ερασιτεχνισμού κατά της συριακής αεράμυνας.
Ωστόσο, απέφυγε να εμπλέξει δημοσίως το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία, τα οποία όμως εμπλέκονται επίσης στις παρατηρήσεις του εναντίον του Ισραήλ.
Στη περίπτωση που ο Λευκός Οίκος θα έβρισκε αποδεκτή αφήγηση των γεγονότων για τους εκλογείς του, η Ρωσία θα μπορούσε να απαγορεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και το Ισραήλ κάθε διείσδυση στην θαλάσσια, χερσαία και αέρια περιοχή της Συρίας χωρίς άδεια από τη Δαμασκό. Το Λονδίνο και το Παρίσι θα έπρεπε τότε να σταματήσουν τις απειλές βομβιστικών επιθέσεων με οποιοδήποτε πρόσχημα (τα ψεύτικα χημικά όπλα) και να αποσύρουν τις ειδικές δυνάμεις τους. Αυτό το μέτρο θα εφαρμοζόταν για οποιονδήποτε πρωταγωνιστή, γενικά, εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και της Τουρκίας στην Ιντλίμπ.
Τιερί Μεϊσάν
[1] “Ποιος θέλει να αναβιώσει τον πόλεμο στη Συρία;”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 4 septembre 2018.
[2] « Déclaration de l’Iran, de la Russie et de la Turquie sur la Syrie » (« Δήλωση του Ιράν, της Ρωσίας και της Τουρκίας για τη Συρία»), Horizons et débats (Suisse) , Réseau Voltaire, 7 septembre 2018.
[3] « La bataille d’Idleb est repoussée » ("Η μάχη της Ιντλίμπ αναβάλλεται"), Réseau Voltaire, 18 septembre 2018.
[4] « Mémorandum de stabilisation de la situation dans la zone de désescalade d’Idleb », Réseau Voltaire, 17 septembre 2018.
[5] Βλέπε το δεύτερο μέρος του SSous nos yeux. Du 11-Septembre à Donald Trump, Thierry Meyssan, Demi-Lune, 2017.
[6] “Τα σχέδια για το Κουρδιστάν”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 5 septembre 2016.
[7] “Το φιάσκο του βομβαρδισμού της Συρίας”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 24 avril 2018.
[8] “Περί Εξόδου από τον πόλεμο κατά της Συρίας”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 11 septembre 2018.
[9] « Conférence de presse de Charles De Gaulle, extrait relatif à Israël », Réseau Voltaire, 27 novembre 1967.
[2] « Déclaration de l’Iran, de la Russie et de la Turquie sur la Syrie » (« Δήλωση του Ιράν, της Ρωσίας και της Τουρκίας για τη Συρία»), Horizons et débats (Suisse) , Réseau Voltaire, 7 septembre 2018.
[3] « La bataille d’Idleb est repoussée » ("Η μάχη της Ιντλίμπ αναβάλλεται"), Réseau Voltaire, 18 septembre 2018.
[4] « Mémorandum de stabilisation de la situation dans la zone de désescalade d’Idleb », Réseau Voltaire, 17 septembre 2018.
[5] Βλέπε το δεύτερο μέρος του SSous nos yeux. Du 11-Septembre à Donald Trump, Thierry Meyssan, Demi-Lune, 2017.
[6] “Τα σχέδια για το Κουρδιστάν”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 5 septembre 2016.
[7] “Το φιάσκο του βομβαρδισμού της Συρίας”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 24 avril 2018.
[8] “Περί Εξόδου από τον πόλεμο κατά της Συρίας”, του Τιερί Μεϊσάν, Μετάφραση Κριστιάν Άκκυριά, Ινφογνώμων Πολιτικά (Ελλάδα) , Δίκτυο Βολταίρος, 11 septembre 2018.
[9] « Conférence de presse de Charles De Gaulle, extrait relatif à Israël », Réseau Voltaire, 27 novembre 1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου