Το θρησκευτικό και το εθνικό στοιχείο κυριαρχούν στη γραφή των βιβλίων.
Στο κοινωνικό μέρος, τα αγροτικά θέματα έχουν τον πρώτο λόγο.
Εκτός τούτων, το διαπαιδαγωγικό μέρος επικρατεί έναντι του γνωσιακού.
Και αυτό το σημείο, όπως και τα προαναφερθέντα, είναι από τις πιο σημαντικές διαφορές των παλιών αναγνωστικών βιβλίων σε σχέση με τα αντίστοιχα βιβλία της μεταπολίτευσης.
ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΗΜΑΙΑΝ
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, τὸ γαλανὸ καὶ τ’ ἄσπρο,
κομμάτι ἀπ’ ἀνοιξιάτικο καὶ ξάστερο οὐρανό,
ποὺ εἶναι λευκὸ σὰν τὸν ἀφρὸ τοῦ κύματος, ποὺ ἀνθίζει
σὲ περιγιάλι ὁλόγλυκο, σὲ πέλαγο μακρινό.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἱερὸ πανί, πού, ὅταν περνᾷ μπροστά μας,
ὑγραίνονται τὰ βλέφαρα καὶ σπαρταρᾷ ἡ καρδιά μας.
Δὲν εἶναι ἡ αὔρα, ποὺ ἔρχεται γλυκὰ νὰ τὸ χαϊδέψῃ,
δὲν τ’ ἀνεμίζει πρόσχαρα ἡ αὔρα ἡ σιγανή˙
εἶναι μιὰ ἀθάνατη πνοή, ποὺ ὁρμᾷ νὰ ζωντανέψη
μὲ ἀνατριχίλα ἀνέκφραστη τὸ δίχρωμο πανί.
Τὸ πῆρε κάποια μάγισσα καὶ τό ᾽καμε χλαμύδα,
νὰ ζῆ σ’ αὐτὸ καὶ πάλλεται ὀλόκληρη ἡ Πατρίδα.
Εἶναι ἡ Σημαία! Τὴν ᾽βλόγησαν παπᾶδες μ’ ἄσπρα γένεια,
μέσ’ στῆς σκλαβιᾶς τὸ τρίσβαθο κι ἀπόκρυφο σχολειό,
ἔκλαψαν μάτια καὶ καρδιὲς ἐπάνω της, καὶ οἱ κόρες
τὴν νύκτα τὴν ὑφαίνανε κρυφὰ στὸν ἀργαλειό,
Σὰν βόρειο σέλας ἄστραψε στὴν Λαύρα μιὰ ἡμέρα
κι ἁπλώθηκε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανὸ κι ἀκόμη πέρα.
Ποιὰ λύρα ἔχει τὴν δύναμι γιὰ νὰ σὲ ψάλῃ ἐπάξια;
Εἶσαι τῆς νέας ῾Ελλάδος μας ἡ ἁγία εἰκόνα ᾽Εσύ.
Εἶσαι λαχτάρα ποὺ λυγάει τὰ γόνατα τῶν’ σαλάβων,
εἶσαι τοῦ γένους τ’ ὅραμα, Σημαία μας χρυσῆ
ποὺ ὅταν τὰ μάτια ἐπάνω σου μὲ σέβας τὰ καρφώνει
θαρρεῖς καὶ κάποιο οὐράνιο φῶς σὲ περικυκλώνει…
Ν. Ζαφειρίου «Ἡ ῾Ελληνικὴ Σημαία» Στέφανος Δάφνης
Ο ΘΕΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πολλὲς
φορὲς συλλογίζομαι καλὰ – καλὰ ὅσα τεράστια ἡ θεία παντοδυναμία Τόυ
κάνει γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ τῆς ῾Ελλάδος. Καὶ ὅταν εἶμαι βυθισμένος
στὶς σκέψεις αὐτές,
φέρω τὸν νοῦν μου στὴν ἀξιομνημόνευτη
ἐκείνην ἐποχὴ τῆς ἐλευθερώσεως τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Φαραώ. Καὶ
βρίσκω κάποια ὁμοιότητα στὶς τύχες τῶν δύο λαῶν.
Ἀκούει
ὁ Θεὸς τὴν κραυγὴ τῶν υἱῶν τοῦ Ἰσραήλ, βλέπει τὴν θλῖψι καὶ τὴν
δυστυχία του, συμπαθεῖ στὰ δεινά τους καὶ ἐκλέγει ἕνα ποιμένα προβάτων,
γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώση
ἀπὸ τὴν γῆν τῆς Αἰγύπτου.
– Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ, λέγει ὁ Μωϋσῆς, Κύριέ μου, ποιὸς εἶμαι ἐγῶ πού
προστάζεις νὰ πάω στὸ Φαραώ, τὸν βασιλιά τῆς Αἰγύπτου; Παρακαλῶ, Κύριε,
ἄφησε με. Ἰσχνόφωνος
καὶ βραδύγλωσσος ἐγὼ εἶμαι.
Τὰ ἴδια ἐλέγαμε καὶ ἐμεῖς, ὅταν ὁ Θεός, ἐλεῶντας τὴν ἀθλία κατάστασί
μας, ἐφώτισε στὴν καρδιά μας τὸ μεγάλο ἔργο τῆς ἀπελευθερώσεώς μας.
– Ἐμεῖς μόνοι, ἐλέγαμε, νὰ σπάσωμε τὶς ἁλύσεις μας:
᾽Εμεῖς νὰ νικήσωμε τὸν πολυάριθμο στρατὸ καὶ στόλο τοῦ ἐχθροῦ;
– Μαζί σου θὰ εἶμαι ἐγώ, εἶπε τότε στὸν Μωϋσῆ ὁ Θεός. Μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ
θὰ ἁπλώσω τὸ χέρι μου καὶ μὲ τὴν δύναμί μου θὰ κτυπήσω τοὺς Αἰγυπτίους.
Ἐγὼ θὰ δυναμώσω τὸν
λαό μου ἐναντίον των.
Αὐτὰ μοῦ φαίνεται ἀπαράλλακτα ὅτι ἀκούω νὰ λέγη καὶ σήμερα τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἀδύνατο λαὸ τῆς Ἑλλάδος.
–
Ἐγώ, λέγει, ἀδύνατε καὶ ἐγκαταλελειμμένε λαέ μου, ἐγὼ θὰ εἶμαι μαζί
σου, ἐγὼ θὰ ἁπλώσω τὸ χέρι μου καὶ μὲ τὴν δύναμί μου ἐγὼ θὰ κτυπήσω τοὺς
ἐχθρούς σου, ἐγὼ θὰ
σὲ δυναμώσω ἐναντίον τους.
Αὐτὰ εἶπε καὶ αὐτὰ ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς ὁλοένα γιὰ τὴν Ἑλλάδα.
«Λόγοι αὐτοσχέδιοι» Σπυρίδων Τρικούπης
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ
Μαῦρο πουλάκι ξέβγαινε ᾽πομέσα ἀπὸ τὸ Σούλι.
Εἶχε τὰ μάτια του θολά, τὰ νύχια ματωμένα
καὶ πέταγε ὁλομόναχο καὶ στὴν Φραγκιὰ τραβοῦσε.
Πατριῶτες τὸ ρωτήσανε, πατριῶτες τὸ ρωτᾶνε:
– Πουλάκι, ποῦθεν ἔρχεσαι καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;
– Ἀπὸ τὸ Σούλι ἔρχομαι καὶ στὴν Φραγκιὰ πηγαίνω,
– Πουλάκι, πές μας τίποτε ἀπὸ τὸ Κακοσούλι πού ᾽κανε τὴν Ἀρβανιτιὰ καὶ φόρεσε τὰ μαῦρα.
– Τί νὰ σᾶς πῶ, μαῦρα παιδιά, τί νὰ σᾶς μολογήσω;
Πῆραν τὸ Σούλι, πῆραν το, πῆραν τὸν Ἀβαρίκο ( )
τὴν Κιάφα τὴν περήφανη καὶ κοσμοξακουσμένη,
᾽Εκάη κι ὁ καλόγερος στὸ δοξασμένο Κοῦγκι ( )
Δημῶδες
ΠΑΤΡΙΔΑ
– Ξένε, ποὺ μόνος κι ἔρημος σὲ ξένους τόπους τρέχεις,
πές μου ποιός εἶν’ ὁ τόπος σου καὶ ποιά πατρίδα ἔχεις;
– Στ’ ἀγαπημένο μου χωριὸ πάντα χαρὲς καὶ γέλια.
Στ’ ἁλώνια τραγουδιῶν φωνές, ξεφάντωμα στ ἀμπέλια,
Κι ὅταν χορεύη ἡ λεβεντιά, τῆς Πασχαλιᾶς τὴ μέρα,
βροντοχτυπάει τὸ τύμπανο καὶ κελαηδεῖ ἡ φλογέρα.
Στὴν μακρινὴ πατρίδα μου ἔχει εὐωδιὰ καὶ χάρι
τὸ ταπεινότερο δεντρί, τὸ πιὸ φτωχὸ χορτάρι.
Στοὺς κλώνους τῆς ἀμυγδαλιᾶς σμίγουν ἀνθοὶ καὶ χιόνια
καὶ φέρνουνε τὴν ἄνοιξι γοργὰ τὰ χελιδόνια.
Στῶν μαγεμένων της βουνῶν τὰ μαρμαρένια πλάγια
γλυκολαλοῦνε πέρδικες καὶ κλαίει ἡ κουκουβάγια,
Ἡ ἀσημένια θάλασσα μ’ ἀφροὺς τὴν περιζώνει
κι ὁ οὐρανὸς μὲ τ’ ἄστρα του τὴν χρυσοστεφανώνει.
Τὴ μακρινὴ πατρίδα μου, πρὶν ἡ σκλαβιὰ πλακώση,
ἡ δόξαζ’ ἡ παλληκαριά, τὴν φώτιζεν ἡ γνῶσι.
Καὶ τώρ’ ἀπὸ τὴν μαύρη γῆ, τὴν γῆ τὴν ματωμένη,
πρόβαλε πάλ’ ἡ Λευτεριά, σὰν πρῶτα ἀντρειωμένη!
– Φτάνει….! Τὴν χώρα, ποὺ μοῦ λές, τὴ γνώρισα, τὴν εἶδα!
Τὴν μακρινὴ πατρίδα σου ἔχω κι ἐγὼ πατρίδα!
Γεώργιος Δροσίνης
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ
Ἀκούω κούφια τὰ τουφέκια,
ἀκούω σμίξιμο σπαθιῶν,
ἀκούω ξύλα, ἀκούω πελέκια,
ἀκούω τρίξιμο δοντιῶν.
Ὤ! τί νύκτα ἦταν ἐκείνη,
ποὺ τὴν τρέμει ὁ λογισμός!
Ἄλλος ὕπνος δὲν ἐγίνη
πάρεξ θάνατος πικρός.
Τῆς σκηνῆς ἡ ὥρα, ὁ τόπος,
οἱ κραυγές, ἡ ταραχή,
ὁ σκληρόψυχος ὁ τρόπος
τοῦ πολέμου καὶ οἱ καπνοί.
Καὶ οἱ βροντὲς καὶ τὸ σκοτάδι,
ὅπου ἀντίσκοφτε ἡ φωτιά,
ἐπαράσταιναν τὸν Ἅδη,
ποὺ ἐκαρτέρειε τὰ σκυλλιά.
«Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» Διονύσιος Σολωμὸς
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
– Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα!
Ἔτσι
ἔλεγαν οἱ ἐχθοοὶ καὶ τὸ αἷμά τους ἐπάγωνε. Ἡ φαντασία τους τὸν ἔπλαθε
τεράστιο γίγαντα μὲ τρία μάτια. Τὸ μεσανό, πελώριο, ἐπάνω ἀπὸ τὴ μύτη,
στὸ μέτωπο. Τὸν ἤθελαν τριχωτὸ σὰν ἀρκούδα· μὲ φοβερὰ δόντια κάπρου,
γυριστὰ, κοφτερὰ σὰν χαντζάρια.
Καὶ πῶς τὸν ἐφαντάσθηκαν οἱ Εὐρωπαῖοι; Μεγαλοκέφαλο, τρομερὸν ἀτσίγγανο μ’ ἀλλοίθωρα μάτια.
Καὶ οἱ ἄλλοι, ποὺ τὸν εἶδαν κοντά; Μυτερὸ σταχτόχρωμο βράχο, ἀπ’
αὐτοὺς ποὺ εἶναι σπαρμένοι στὸ Αἰγαῖο, ἄγρια μορφή, σκαμμένη ἀπὸ τὸν
καιρό, χαλασμένη ἀπὸ τὸν
πόλεμο, φαγωμένη ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη
ἀνησυχία, ὅμοια μὲ βράχο, ποὺ τὸν δέρνουν τὰ κύματα. Καὶ ἕνας Γάλλος
συνταγματάρχης, ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Κολοκοτρώνη
στὴν Τρίπολη, σ’ ὁλάκερη τὴν πολιορκία, τοῦ κολλάει ἕνα μουστάκι πελώριο.
(…)
ΑΓΙΑ ΛΙΘΑΡΙΑ
Ὅταν
ὁ βασιλιᾶς Ὄθων ἐγιόρταζε τὰ εἴκοσι πέντε χρόνια τῆς βασιλείας του, ἕνα
πλοῖο ἔφερνε ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ ἀπὸ τὰ παράλια τῆς Πελοποννήσου κόσμο
πολύ, καὶ
ἰδίως ἀγωνιστὰς τοῦ Εἰκοσιένα. Ἤθελαν νὰ συγχαροῦν τὸν βασιλέα τους.
Ἀφου
ἐπέρασε τὸ πλοίο τὴν Αἴγινα, ἐφάνηκε ἡ Ἀκρόπολις λαμπρή. Ὅλοι ἐκάρφωσαν
τὰ μάτια καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια πρὸς τὰ ἐκεῖ. Τότε ὁ στρατηγὸς Τσόκρης ὁ
Ἀργίτης εἶπε μὲ
δυνατὴ φωνή:
– Νά, ἐκεῖνες οἱ πέτρες μᾶς ἐλευθέρωσαν!
«Ἱστορικὴ Ἀνθολογία», 1927 Διήγησις Διονυσίου Ρώμα (Διασκευή)
ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
Στὴν
μάχη τοῦ Σαρανταπόρου, τὸ 1912 , ἕνας γενναίος ἀνθυπολοχαγός,
ἐπικεφαλῆς τῶν στρατιωτῶν του, ἐπληγώθηκε ξαφνικὰ ἀπὸ σφαῖρα ἐχθρικὴ καὶ
ἔπεσε.
Οἱ στρατιῶτές του, ποὺ ἦταν παρέκει, ἔτρεξαν ἀμέσως νὰ τὸν βοηθήσουν. Ὁ ἀνθυπολοχαγὸς ὅμως ἀρνήθηκε ἐπίμονα.
– Ἐμένα, εἶπε, θὰ μὲ πάρουν οἱ νοσοκόμοι. ᾽Εσεῖς προχωρεῖτε.
Καὶ πρόσθεσε μὲ τόνο διαταγῆς..
– Ἐμπρὸς ἐσεῖς. ᾽Εμπρός, ἐμπρός!
«Ὁ Διάδοχος Κωνσταντῖνος»
Ν. Σπανδωνῆς (Διασκευή)
ΔΙΨΑ ΝΙΚΗΣ
Ἔχω τόσα νὰ γράψω! ἔγραφε ἕνας πολεμιστὴς καὶ δημοσιογράφος τὸ 1913 . Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα νικοῦμε τὴ νύκτα
παίρνομε δυνάμεις γιὰ νέους ἀγῶνες. Καὶ τώρα, ἂν καὶ εἶμαι ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἐχθρό, ποὺ θὰ τὸν τσακίσωμε αὔριο, κλέβω
λίγες στιγμὲς γιὰ νὰ σᾶς γράψω δυὸ λόγια.
Τὶ
νὰ σᾶς πῶ! Ὅ,τι καὶ ἂν σᾶς πῶ, δὲν μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τὶ γίνεται
ἐδῶ. Εἶναι τρέλλα χαρᾶς, μανία ὀργῆς, δίψα νίκης δὲν ξέρω καὶ ἐγὼ τί
εἶναι. Ὄχι μιά, σαράντα Σόφιες μποροῦμε νὰ πάρωμε. Εἶμαι εὐτυχής, ποῦ
φορῶ τὸ χακί. Εἶμαι εὐτυχής, ποὺ σᾶς γράφω, ἐνῷ ἀπέχω λίγα μέτρα ἀπὸ τὸν
ἐχθρὸ καὶ μὲ τὴν συνοδεία τῆς μουσικῆς τοῦ
κανονιοῦ.
«Ἀνέκδοτα τῶν δύο μας πολέμων» Ἠλ. Οἰκονομόπουλος (Διασκευὴ)
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΜΑΣ ΠΕΡΙΒΟΛΙ
Τί
νὰ πρωτοθυμηθῶ ἀπὸ τὸν κόσμο τὸν ζωντανὸ καὶ τὸν φυτικὸ τοῦ μικροῦ
περιβολιοῦ καὶ τῆς αὐλίτσας μας! ῾Ο πατέρας μου εἶχε μεγάλη ἀγάπη καὶ
στὰ δένδρα καὶ στὰ ἄνθη
καὶ στὰ χορταρικά. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτά, στὰ ζωντανά, ὅσα μποροῦσε νὰ θρέψη, χωρὶς νᾲ τοῦ χαλοῦν τὰ φυτεμμένα.
᾽Απὸ
ὅλα ἤθελε νὰ ἔχη κάτι διαλεχτὸ καὶ ἐχρησιμοποιοῦσε τὶς φιλίες του καὶ
στὰς ᾽Αθήνας καὶ στὶς ἐπαρχίες, γιὰ νὰ τὰ προμηθεύεται. ῎Ετσι εἶχε φέρει
διάφορες λεμονιὲς ἀπὸ τὸν Πόρο, μιὰ κοντούλα κιτριὰ ἀπὸ τὴν Νάξο, δυὸ
κερασιὲς ἀπὸ τὴν Κηφισιά. Τὶς τριανταφυλλιές του τὶς εἶχε ἀπὸ τὸν
περίφημο ἀνθόκηπο τοῦ ᾽Ιλισσοῦ, τοὺς διπλοῦς μενεξέδες ἀπὸ τὸν κῆπο τοῦ
᾽Ορφανίδη τοῦ Βοτανικοῦ στὴν ᾽Αγγλικὴ ᾽Εκκλησία. Καὶ τὰ μεγάλα διπλᾶ
ζουμπούλια ἀπὸ τὸν ἀρχικηπουρὸ τοῦ Βασιλικοῦ Κήπου.
Στὸν πατέρα
μου χρεωστῶ τὴν χαρά, ποὺ ἔνοιωσα μαζεύοντας κεράσια ἀπὸ τὴν κερασιά
μας, σὰν πληρωμή, ποὺ μοῦ ἔδινε γιὰ τὸ τακτικὸ πότισμα καὶ τὸ
φροντισμένο
σκάλισμά της.
Στὸν πατέρα μου χρεωστῶ τὸ
πρῶτο εὐώδιασμα τῶν χεριῶν μου ἀπὸ τὰ ἀπριλιάτικα ρόδα τῆς δικῆς μου
τριανταφυλλιᾶς, ποὺ ἐπαράστεκα ὅταν τὴν ἐφύτευσαν. Στὸν πατέρα μου
χρεωστῶ τὸ πρῶτο ἄσπιλο αὐγό, ποὺ ἐπῆρα νεογέννητο, ζεστὸ ἀπὸ τὶς
ὄρνιθές μας.
Τί εἶναι αὐτὰ τὰ μικρὰ τάχα καὶ τὰ τιποτένια! Καὶ
ὅμως πόσο βαθιὰ σημάδια ἀφήνουν σ’ ὅλη μας τὴν ζωή! Καὶ πῶς νὰ μὴ θυμηθῶ
τὰ μυρμήγκια μου, τὰ ἀγαπημένα μικρὰ
ξανθὰ μυρμήγκια. ᾽Εμάζευα
ὅλα τὰ ψίχουλα τοῦ ψωμιοῦ ἀπὸ τὸ τραπέζι, ὅσα δὲν ἄξιζαν γιὰ τὶς ὄρνιθές
μας, καὶ ἐπήγαιν’ καὶ ἐτάϊζα τὶς μυρμηγκοφωλιὲς τῆς αὐλῆς! ῏Ητο παιδικὴ
πλάνη ἢ μὲ ἐγνώρισαν καὶ μὲ ἐπρόσμεναν τὴν συνηθισμένη
μεσημεριάτικη ὥρα καὶ ἐπαραφύλαξαν στὴν ἄκρη τῆς τρύπας τὸν ἐρχομό μου;
Καὶ πόσες φορὲς δὲν ἔμεινα πεσμένος κάτω μὲ τὸ σαγόνι στὶς δύο παλάμες
καὶ τοὺς ἀγκῶνες στὶς πλάκες τῆς αὐλῆς, παρακολουθῶντας τοὺς δρόμους
σας, τὶς φροντίδες σας, τὰ κρυφομιλήματά σας, ὅταν κάτι ἐξαιρετικὸ
βέβαια σᾶς ἔκανε νὰ ζητᾶτε τὴν γνώμη ἢ τὴν βοήθεια καὶ
ἄλλων μυρμηγκιῶν τῆς φωλιᾶς σας!
«Σκόρπια φύλλα τῆς ζωῆς μου» Γεώργιος Δροσίνης (Διασκευὴ)
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ
Ἀγαθοεργίαι. Κάμε καλὸ κι ἂς κοίτεται. Κάμε τὸ καλὸ καὶ ρίξ’ το στὸ γιαλό.
Ἀδικία.
Ἀδικίας σπυρὶ σπαρμένο, κι ἂν φυτρώσῃ, δὲν σταχυάζει. Ἀδικομαζωμένα,
ἀδικοσκορπισμένα. Ἀνεμομαζώματα, ἀνεμοσκορπίσματα.
Ἀλήθεια καὶ ψεῦδος. Ὅταν λέγῃς τὴν ἀλήθεια, τὸν Θεὸ ἔχεις βοήθεια. Ἡ ἀλήθεια πλέει σὰν τὸ λάδι στὸ νερό.
Ἀλληλοβοήθεια.
Τό ᾽να χέρι νίβει τ’ ἄλλο καὶ τὰ δυὸ τὸ πρόσωπο. Βάστα με νὰ σὲ βαστῶ,
ν’ ἀνεβοῦμε στὸ βουνό. Ὅποιος δὲν ξέρει νὰ βοηθάῃ μένει κατάμονος καὶ
δυστυχάει.
Ἀλόγιστος ἐνέργεια. Ὅποιος δὲν βλέπει ποῦ πατεῖ, στὴν λάσπη θὲ νὰ πέσῃ.
Ἀνταπόδοσις. Ὁ καθένας, ὅπως δουλεύει, πληρώνεται. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ.
Βία.
Ὅποιος τρέχει στὴν ἀρχή, γρήγορα ἀποσταίνεται. Ὅποιος βιάζεται
σκοντάφτει. Ἡ βιάση ψήνει τὸ ψωμί, μὰ δὲν τὸ καλοψήνει. Ὅσο βιάζεται ἡ
γριά, τόσο κόβεται ἡ κλωστή.
Γερόντων πεῖρα. Ἄκουε γέρου συμβουλὴ καὶ παιδεμένου γνώμη.
Εἰς
θεὸν πίστις. Ὁ Θεὸς εἶναι ψηλά, μὰ βλέπει χαμηλά. Ἀρνί, ποὺ βλέπει ὁ
Θεός, ὁ λύκος δὲν τὸ τρώγει. Δὲν ἔχει ὁ φτωχός, μὰ ἔχει ὁ Θεός. Μὴν
ἀπελπίζῃς ἄνθρωπο μὲ τὴν δική σου γνῶσι, γιατὶ δὲν ξέρεις ὁ Θεὸς τί ἔχει
νὰ τοῦ δώσῃ.
᾽Εργασία – ἀργία. ῾Η δουλειὰ νικάει τὴν φτώχεια.
Ἔκατσε ἡ δουλειὰ στὴν πόρτα κι ἐκυνήγησε τὴν φτώχεια. Ὁ δουλευτὴς ποτέ
του δὲν πεινάει. Ἡ πεῖνα περνάει ἀπὸ τὸ
κατώφλι τοῦ δουλευτῆ καὶ μέσα δὲν μπαίνει. Ἡ ἀργία γεννᾷ κάθε ἁμαρτία. Ὁ ἀργὸς κάθε μέρα τὸ ἔχει γιορτή.
Εὐγένεια.
Ἄν χάθηκαν τὰ χρήματα, ἡ ἀρχοντιὰ ἀπομένει. Ἡ ἀρχοντιὰ μυρίζει ἀπὸ
μακριά. Βασιλικὸς κι ἂν μαραθῆ, τὴν μυρουδιὰ τὴν ἔχει.
Ὀκνηρία.
Ὅποιος βαριέται, πολλὰ στερένεται. Ἀκαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης.
Ἀκαμασιά, σπιτοῦ ξεθεμελιώστρα. Ἄν πεινάη ὁ ἀκαμάτης, ψυχοπόνεσι δὲν
ἔχει.
Πονηρῶν καταστροφή. Ὅποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτουρα τὸν τρῶν οἱ κόττες.
Σύνεσις. Τὰ γράμματα εἶναι καλά, μὰ νά ᾽χῃ νοῦ καὶ γνῶσι.
Ἀπὸ τὴν συλλογὴν παροιμιῶν Ν. Πολίτου
Ο ΤΡΥΓΟΣ
Καλῶς μᾶς ἦλθες, Αὔγουστε,
μὲ τὰ γλυκά σου δῶρα.
Τοῦ Τρυγητοῦ ἡ ὥρα
μᾶς κράζει ἡ χαρά!
Λυγίζονται τὰ κλήματα
χλωρὰ καὶ φουντωμένα,
σταφύλια φορτωμένα
καὶ φύλλα δροσερά.
Τρύγος πρόσχαρα προβαίνει,
ἑορτάζει ἡ Οἰκουμένη,
ἡ φλογέρα ἀχολογᾷ!
Τὸ φθινόπωρο βουΐζει,
χορευτὰ πανηγυρίζει
καὶ τ’ ἀμπέλια του τρυγᾷ.
Ἀθανάσιος Χριστόπουλος
ΕΜΠΡΟΣ!
Ἐμπρός! Ὁλόρθοι, ἀτρόμητοι,
Μαυρίλα. Ἀστροπελέκι.
Νά, τὸ σπαθὶ ἐγοργόστραψε
καὶ νά, ἡ βροντὴ τουφέκι!
Στὴν Πίνδο ἀπ’ τὸν Ταΰγετο
καί στὰ Βαλκάνια ὡς πέρα,
μιὰ φλόγα, μιὰ φοβέρα
καὶ ἕνας νοῦς. Ἐμπρός!
Ἐμπρός! Βουνά, ψηλῶστέ μας
καί, ὦ θάλασσα, νὰ ἡ ὥρα!
Στοίχτιωσε τὰ καράβια μας
καὶ βόηθα νικηφόρα!
Κρήτη, ὁ Μωριᾶς, ἡ Ρούμελη,
ἐμπρός! Ἡ Ἑλλάδα λάμπει!
Ἠχολογοῦν οἱ κάμποι
Καῖνε οἱ καρδιές. Ἐμπρός!
Κωστῆς Παλαμᾶς
Ο Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΩΚΙΩΝ
Ὁ
Μέγας Ἀλέξανδρος ἐξ ὅλων τῶν Ἀθηναίων ἐτίμα κατ’ ἐξοχὴν τὸν στρατηγὸν
Φωκίωνα. Ὅταν ἔγραφε πρὸς αὐτόν, προσέθετεν εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἐπιστολῆς
του τὴν λέξιν
«χαῖρε», πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς οὐδένα ἄλλον ἔκαμνεν.
Θέλων
κάποτε ὁ Ἀλέξανδρος νὰ δείξῃ πόσον πολὺ τιμᾷ τὸν Φωκίωνα, ἔστειλεν εἰς
αὐτὸ ὡς δῶρο ἑκατὸν τάλαντα, δηλ. εἴκοσι τέσσαρας περίπου χιλιάδας
Ἀγγλικὰς χρυσᾶς λίρας. Καί ἀνήγγηλεν εἰς αὑτόν ὅτι τοῦ χαρίζει καί μία
πόλιν, διὰ νὰ εἰσπράττῃ τὰ εἰσοδήματά της.
Ὁ Φωκίων ὅμως, ἂν καὶ
ἦτο πάμπτωχος, οὔτε τὰ χρήματα οὔτε τὴν πόλιν ἐδέχθη. Προτίμησε νὰ ζῇ
πτωχικά, χωρὶς καμμίαν ὑποχρέωσιν, παρὰ νὰ ζῇ πλούσιος καὶ νὰ εἶναι εἰς
ἄλλον ὑποχρεωμένος. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο καὶ εὐγενὴς ἄνθρωπος καὶ δὲν ἤθελε
νὰ φανῇ εἰς τὸν Ἀλέξανδρον ὅτι τὸν περιφρονεῖ, τὸ παρεκάλεσε νὰ δεχθῇ
μὲν ὀπίσω τὰ δῶρά του αὐτά, νὰ τοῦ προσφέρη δὲ ἄλλο δῶρον, τὸ ὁποῖον θὰ
ἦτο εἰς αὐτὸν περισσότερον εὐχάριστον: νὰ ἀφήσῃ ἐλευθέρους τέσσαρας
φίλους του, τοὺς ὁποίους ὁ Ἀλέξανδρος ἐκράτει εἰς τὰς φυλακάς. Ὁ
Ἀλέξανδρος ἀφῆκεν ἀμέσως αὐτοὺς ἐλευθέρους.
Ἔκτοτε ἐτίμα τὸν Φωκίωνα πολὺ περισσότερον.
(Κατά διασκευὴν)
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ
Ὁ σοφώτατος Σωκράτης ἰδοὺ τὶ ἔλεγε διὰ τὴν γεωργίαν:
Καὶ
οἱ πτωχοὶ καὶ οἱ πλούσιοι δύνανται νὰ ἀσχολοῦνται εἰς τὴν γεωργίαν,
διότι ὄχι μόνον φέρει πλοῦτον, ἀλλ’ εἶναι συγχρόνως εὐχάριστος καὶ
διασκεδαστική. Μᾶς συνηθίζει νὰ ὑπομένωμεν καὶ τοὺς κόπους καὶ τὸ ψῦχος
καὶ τήν θερμότητα, νὰ σηκωνώμεθα πρωΐ καὶ νὰ περιπατῶμεν πολύ.
Τοιουτοτρόπως ἐνδυναμώνει τὸ σῶμα καὶ μᾶς καθιστᾷ ὑγιεῖς, εὐρώστους καὶ
ἱκανοὺς πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς ἀγαπητῆς πατρίδος. Τὰ ψυχρὰ ὕδατα τῆς
ἐξοχῆς, οἱ σύνδενδροι καὶ σκιεροὶ τόποι καὶ ὁ δροσερὸς καὶ καθαρὸς ἀὴρ
ὄχι μόνον ὑγείαν, ἀλλὰ καὶ τέρψιν προξενοῦν εἰς τοὺς Γεωργούς. Εἶναι δὲ
ἀδύνατον ἐλεύθερος ἄνθρωπος νὰ εὕρῃ ὠφελιμωτέραν καὶ τερπνοτέραν
ἀσχολίαν.
Ἡ γεωργία διδάσκει τὴν ἀγάπην τῆς ἐργασίας καὶ τὴν
δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ μὲν κόποι τοῦ ἐπιμελοῦς γεωργοῦ πλουσίως
ἀνταμείβονται, ἡ δὲ ὀκνηρία τοῦ ἀμελοῦς τιμωρεῖται μὲ τὴν δυστυχίαν του.
Διδάσκει ἡμᾶς καὶ τὰ καλὰ τῆς ἑνώσεως καὶ τὴν ἀνάγκην τῆς ἀμοιβαίας
βοηθείας. Δικαίως δὲ ἐπωνομάσθη μήτηρ καὶ ὅλων τῶν ἄλλων τεχνῶν. Διότι,
ὅταν ἡ γεωργία ἑνὸς τόπου ἀκμάζῃ, ἀκμάζουν καί αἱ ἄλλαι τέχναι. Ὅπου δὲ ἡ
γεωργία παραμελεῖται, ἐκεῖ καὶ οἱ ἄλλαι τέχναι εἶναι εἰς κακὴν
κατάστασιν.
Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΨΑΡΩΝ
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχι
περπατῶντας ἡ Δόξα μονάχη
μελετᾷ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
καὶ στὴν κόμη στεφάνι φορεῖ,
γινωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
πού ’χαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
Διονύσιος Σολωμὸς
το είδαμε εδώ
Τότε η παιδεία έφτιαχνε ακόμα πολίτες/οπλίτες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα η εκπαίδευση εκπαιδεύει ανδράποδα και σκυλάκια του Παβλώφ.
μνκ
Έτσι!
Διαγραφή