«Μητρός τε καί πατρός καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί ἐν μείζονι μοίρᾳ καί παρά θεοῖς καί παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι» ( Σωκράτης/Πλάτων:Κρίτων, 51β ). Ο ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΜΕΤΩΠΟΣ. Η ΕΛΛΑΣ, Η ΚΟΙΤΙΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΕΚΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΒΑΛΛΕΤΑΙ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΕΞΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΙΑ. Ο ΠΟΛΥΣΧΙΔΗΣ ΝΟΥΣ ΠΟΥ ΕΝΟΡΧΗΣΤΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΟΣΦΑΓΗ ΜΕΤΑΞΥ ΛΑΩΝ ΚΑΙ ΕΘΝΩΝ, ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΤΥΦΛΩΝΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. ΑΥΤΟΣ ΑΚΡΙΒΩΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΑΠΟΤΥΠΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΕΚΑΕΞΑΚΤΙΝΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥ. Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ "ΔΙΟΔΟΤΟΣ" ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΗΣ ΟΥΤΕ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ. ΔΕΝ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ Ή ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ, ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ Ή ΤΗΝ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΑΠΟΤΙΕΙ ΣΕΒΑΣΜΟ ΚΑΙ ΣΕ ΠΑΛΑΙΕΣ, ΠΑΤΡΩΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ, ΠΟΛΥΘΕΪΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ, ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ. ΚΑΙ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΜΑΖΙ, ΓΙΑΤΙ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΑΥΤΩΝ ΕΛΟΧΕΥΕΙ ΜΙΑ ΚΟΙΝΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΘΕΡΜΑΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΑΥΤΟ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΘΑ ΚΑΨΕΙ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΥΤΟΣ ΘΑ ΘΡΙΑΜΒΟΛΟΓΕΙ.

Καλλιτεχνική σύνθεση, ειδικά για τον Διόδοτο, από τη φίλη και αναγνώστρια Δ.Π.

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2025

ΜΕΤΑ ΤΗ ΓΑΖΑ ΗΡΘΕ Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ

του Δρ. Βενιαμίν Καρακωνστανόγλου, Διεθνολόγου, Μόνιμου Λέκτορα Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ.


 

  1. Το σκληρό δίλημμα του Κυπριακού

Η πολυετής παραμονή του Κυπριακού στον κατάλογο των άλυτων διεθνών προβλημάτων και η συνεχής μετάπτωση του εκάστοτε διαπραγματευτικού πλαισίου για την επίλυσή του σε πιο δυσμενείς για τον Ελληνισμό θέσεις, επέφερε κόπωση και απογοήτευση τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή προοπτική προσέφερε, πράγματι, μία θετική διέξοδο, αφού, βέβαια, νωρίτερα είχαμε σιωπηρά αποδεχθεί την εγκατάλειψη της προβολής της διεθνούς πτυχής του Κυπριακού (ως ζητήματος εισβολής και κατοχής) και την αντιμετώπισή του ως μίας διακοινοτικής διαμάχης. Μία αντίληψη που κατάφερε η Τουρκία να παγιώσει διεθνώς και που, στην ουσία, εξισώνει και συμψηφίζει τις ευθύνες της Ελληνικής και της Τουρκικής πλευράς, σε κραυγαλέα, βέβαια, αντίθεση με κάθε ορθολογική και αμερόληπτη ανάλυση των γεγονότων.

Εκλιπαρώντας επί χρόνια για μία διπλωματική «κινητικότητα» και ενδιαφέρον των ισχυρών διεθνών παραγόντων για την επίλυση του προβλήματος, φθάσαμε μπροστά στο σκληρό δίλημμα: να προσυπογράψουμε μία διευθέτηση που, ουσιαστικά, επιβραβεύει την Τουρκική αυθαιρεσία, νομιμοποιώντας την εξουσία που ασκεί ο εκάστοτε Τουρκοκύπριος  «Πρόεδρος»,  διά της ισχύος των κατοχικών δυνάμεων, στο βόρειο τμήμα του νησιού και να εμπλακούμε σε ένα αβέβαιο και επικίνδυνο εγχείρημα συνύπαρξης και ταυτόχρονου διαχωρισμού Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, (Διζωνική-Δικοινοτική λύση). Ένας κρατικός συνεταιρισμός δύο ισότιμων εταίρων, με περίπλοκη και άρα εύθραυστη δομή, που αναιρεί την δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας, στην προσπάθεια να διασφαλίσει τα δικαιώματα της μειοψηφίας,  είναι βέβαιο ότι αποτελεί ένα μη βιώσιμο σχήμα και μία επίφαση, μόνο, του ενιαίου κράτους (έστω ομοσπονδιακού, διζωνικού) που επεδίωκε η Ελληνική πλευρά.

Ποια είναι, όμως, τα πραγματικά οφέλη της Ελληνοκυπριακής πλευράς από το σχέδιο Ανάν του 2004;  Επιγραμματικά: η μεταβίβαση του 6% του εδάφους του νησιού στο ελληνικό «συστατικό κράτος» (με ελάχιστες όμως ακτές και με παρεμβολή Τουρκοκυπριακών εδαφών σε ορισμένες περιοχές του). Η επιστροφή μέρους των προσφύγων στο τμήμα αυτό του εδάφους και σε 20 χρόνια η κλιμακωτή επιστροφή ενός πρόσθετου 20% του αριθμού τους στο Τουρκοκυπριακό «συστατικό κράτος». Δηλαδή, συνολικά οι μισοί περίπου πρόσφυγες θα επιστρέψουν στις εστίες τους. Τα ανταλλάγματα  προς τους Τουρκοκυπρίους και την Τουρκία βαριά και επώδυνα και σε σοβαρή αντίθεση με το Διεθνές Δίκαιο και το Κοινοτικό κεκτημένο. Το ισοζύγιο γέρνει δραματικά προς αυτά. Αξίζει λοιπόν τον κόπο η «συναλλαγή»; Ο καθένας ας δώσει την δική του απάντηση. Ας φροντίσουμε όμως να ορθολογιζόμαστε, να σεβόμαστε δημοκρατικά όλες τις απόψεις και να αποφεύγουμε την πόλωση και την εμπάθεια που τόσα δεινά επισώρευσαν στην Ελλάδα και ιδίως στην Κύπρο.

 

  1. Τι εκφράζει το «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα της 24 Απριλίου 2004 για το σχέδιο Ανάν.

Αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε τη σημασία και τις αιτίες του ελληνοκυπριακού «όχι» στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, μπορούμε να οδηγηθούμε στις εξής σκέψεις:

  1. Το «όχι» αποτελεί τη συμπυκνωμένη αντίδραση για την ουσιαστική αδιαφορία του ΟΗΕ, των μεγάλων δυνάμεων και γενικά της διεθνούς κοινότητας στο έγκλημα που διεπράχθη στην Κύπρο το 1974. Στις λεκτικές και προσχηματικές μόνο καταγγελίες και στην παντελή απουσία αποτελεσματικής δράσης για την επαναφορά της διεθνούς νομιμότητας, της δικαιοσύνης και της κυριαρχίας στο νησί. Στον εμπαιγμό των ΗΠΑ, που βομβαρδίζουν και εισβάλλουν στρατιωτικά εκεί όπου θίγονται στρατηγικά τους συμφέροντα ή απειλούνται κατά την άποψή τους η ειρήνη και το ανθρωπιστικό δίκαιο, αλλά αδιαφορούν παγερά ή μεροληπτούν ασύστολα, όταν εμπλέκονται «σύμμαχοί» τους (Τουρκία, Ισραήλ, κ.λπ.).
  2. Το «όχι» είναι η αγανάκτηση για την τελική επιβράβευση των τετελεσμένων του Αττίλα και την «τιμωρία» των Ελληνοκυπρίων.

Ίσως επειδή κατάφεραν και πλούτισαν, στάθηκαν περήφανα στα πόδια τους και έγιναν (όχι χαριστικά βέβαια) μέλη της Ενωμένης Ευρώπης. Η επειδή επέλεξαν την ειρηνική και διπλωματική οδό αντί για τον ανταρτοπόλεμο, τις επιθέσεις καμικάζι ή την ανοικτή στρατιωτική αντιπαράθεση.

  1. Το «όχι» είναι πένθος για τις χιλιάδες των νεκρών, τους 200.000 εκτοπισμένους που επί δεκαετίες στερήθηκαν τις περιουσίες τους και σήμερα ( 2004) παίρνουν έναν μέρος από αυτές, ενώ μόνο σαν τουρίστες θα μπορούν να επισκέπτονται τις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
  2. Το «όχι» είναι οργή για την παντελή απουσία μέριμνας για τους 1.619 αγνοούμενους και την ψυχική οδύνη των συγγενών τους.
  3. Το «όχι» είναι η ελάχιστη αντίδραση στο διεθνές έγκλημα του εποικισμού που επιβραβεύει, δήθεν για ανθρωπιστικούς λόγους, ο ΟΗΕ.
  4. Το «όχι» είναι απάντηση στην απαράδεκτη εξίσωση των ευθυνών Ελλήνων και Τούρκων για την ανατροπή της συνταγματικής νομιμότητας στο νησί. Είναι απάντηση στον Αττίλα 2, που ήταν μία απροκάλυπτη εισβολή, όταν ήδη είχε αποκατασταθεί η νόμιμη κυβέρνηση στο νησί.
  5. Το «όχι» είναι η απόρριψη της τουρκικής θρασύτητας. Ενώ όφειλε, έστω μετά 30 χρόνια( 2004) , να ζητήσει συγνώμη από την Κύπρο, έρχεται να ζητήσει «εύσημα», γιατί δήθεν βοήθησε στη διευθέτηση του Κυπριακού, και να απαιτήσει την επιβράβευση από την Ευρώπη και τον ΟΗΕ.
  6. Το «όχι» είναι η απαραίτητη απάντηση των Ελληνοκυπρίων στην ανατολίτικη κουτοπονηριά των Τουρκοκυπρίων και της Άγκυρας, που επί 30 χρόνια (ήδη 51) κατέχουν το 70% του πλούτου του νησιού και κατάφεραν να φτάσουν μόνο το 30% του εισοδήματος του ελεύθερου νότου.

Και σήμερα με έκδηλο ωφελιμισμό έρχονται επιδιώξουν την ανέξοδη συμμετοχή τους στην ευμάρεια των Ελληνοκυπρίων και ταυτόχρονα να ανοίξουν την κερκόπορτα της Ευρώπης για την Άγκυρα.

  1. Το «όχι» είναι όμως απάντηση και στην αλαζονεία του κ. Ανάν και του κ. Φερχόιγκεν, που αντί να τηρήσουν τη νομιμότητα των διεθνών οργανισμών που εκπροσωπούν έρχονται να βαπτίσουν «δίκαιο και ισορροπημένο» ένα σχέδιο επίλυσης, που και άδικο και παράνομο και μη λειτουργικό είναι.

Τολμούν μάλιστα να απειλούν και να εκβιάζουν τα θύματα της εισβολής, τους Ελληνοκύπριους, που αγωνίζονται να περισώσουν την περηφάνια, τη λογική και την ελευθερία τους.

 

  1. Κυπριακό: Συμπεράσματα εκ των υστέρων

Η μετά το 1990 πολιτική Ελλάδος και Κύπρου για το μεγάλο εθνικό ζήτημα της επανένωσης της νήσου, βασίσθηκε στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μέσου, τόσο «αμυντικού», δηλαδή για την αποτροπή μίας περαιτέρω επέκτασης του Αττίλα στο ελεύθερο τμήμα της νήσου, όσο και «επιθετικού» δηλαδή ως διπλωματικός ελιγμός ώστε να συνδυασθεί η ενδεχόμενη τουρκική ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την δίκαιη και λειτουργική λύση του Κυπριακού.

Δυστυχώς, η Τουρκία και τα διεθνή της ερείσματα, κατάφεραν, από πολλών ετών, να εμφανίζουν το Κυπριακό ως ζήτημα διαμάχης δύο εθνικών κοινοτήτων, αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας την διεθνή πτυχή του και τις τεράστιες ευθύνες της Τουρκίας γι’ αυτήν. Έτσι (με την ανοχή ή και την συμπαιγνία των μεσολαβητών) προωθήθηκε ένα σχέδιο επίλυσης και επανένωσης που δεν  μπορούσε να οδηγήσει σε λειτουργική (και άρα βιώσιμη) ομοσπονδιακή λύση στην Κύπρο. Με την εξέλιξη αυτή (που οφείλεται στην διεθνή υποκρισία και τα κεκρυμμένα συμφέροντα, αλλά και στην λανθασμένη αποδοχή από ορισμένους του σχεδίου Ανάν και κυρίως του δικαιώματος επιδιαιτησίας του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ) ακυρωνόταν ουσιαστικά η θετική επίδραση της ένταξης για την λύση του Κυπριακού, ενώ εμφανιζόταν διαλλακτική (για πρώτη φορά μετά από 29 χρόνια) η Τουρκία και διευκολυνόταν έτσι η ευρωπαϊκή προοπτική της.

Άρα από σημαντικότατο ατού, η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταβάλλονταν σε «Δούρειο Ίππο» για την απαλλαγή της Τουρκίας από τις ευθύνες της για την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή και για επιβολή μίας κακής και άδικης λύσης στο θέμα της επανένωσης.

Ούτε ο Ο.Η.Ε., ούτε η Ε.Ε., ούτε οι Η.Π.Α. θέλησαν να αποδώσουν δικαιοσύνη (έστω μετά από 30 χρόνια), και ανέχθηκαν ή προώθησαν μία λύση που παραβίαζε βασικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, αλλά και του κοινοτικού κεκτημένου.

Η γενναία αλλά και συνάμα συνετή άρνηση του 76% των Ελληνοκυπρίων να αποδεχθούν την ετεροβαρή λύση και να υποθηκεύσουν το μέλλον της νήσου και της ειρήνης, ανέτρεψε τα σχέδια και τις μεθοδεύσεις.

Οι αντιδράσεις και οι απειλές που ακολούθησαν από τους υποστηρικτές του σχεδίου Ανάν, αλλά και η προηγηθείσα του δημοψηφίσματος κινδυνολογία, ελάχιστα άλλαξαν το θετικό σκηνικό της απόρριψης της κακής λύσης και της μάχης που δίνει και σήμερα η Κύπρος, όντας πλήρες και ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, για την δικαίωσή της.

Οι θιασώτες του «ναι», στην Κύπρο και διεθνώς, εβάσιζαν κυρίως τα επιχειρήματά τους, για τα πλείστα αρνητικά ή απροσδιόριστα σημεία του σχεδίου Ανάν, στην θετική επίδραση της ευρωπαϊκής ένταξης, τόσο της νήσου, όσο και μελλοντικά της Τουρκίας. Κάποιοι, τότε, αντικρούαμε αυτή την άποψη, τονίζοντας ότι, απέναντι στα άμεσα και χειροπιαστά οφέλη που θα αποκομίσει η Τουρκία, αντιπαρατίθενται αβέβαιες εξελίξεις που θα εξαρτηθούν από την αβέβαιη πορεία της Ευρώπης προς την πολιτική της εμβάθυνση και την κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική της, αλλά και από την πολύ περισσότερο μετέωρη πορεία της διεύρυνσης, ιδίως όσον αφορά μία τόσο προβληματική χώρα όπως η Τουρκία.

Το γαλλικό και ολλανδικό «όχι» (στα δύο δημοψηφίσματα για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα)  και οι αγκυλώσεις λόγω ευρωσκεπτικισμού (με δεδομένη την αρνητική υποδοχή της τουρκικής υποψηφιότητας στην πλειοψηφία των Ευρωπαίων) που μεσολάβησαν, αποδεικνύουν πόσο υπεραισιόδοξες και υπεραπλουστεμένες ήσαν οι προσδοκίες και οι αναλύσεις των υποστηρικτών μιας μη δίκαιης και μη λειτουργικής λύσης του Κυπριακού.

 

  1. Η σύγχρονη φάση του Κυπριακού και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Η σημερινή θέση της Τουρκίας στο Κυπριακό, ότι τα κατεχόμενα, που αυτo-ονομάζονται «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», και δεν αναγνωρίζονται από κανένα κράτος πλην της Τουρκίας, πρέπει να αναγνωρισθούν ως ισότιμο κράτος με την νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία, αποτελεί μία ιταμή πρόκληση προς την διεθνή έννομη τάξη και επιδιώκει, με απύθμενη θρασύτητα να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων (51 χρόνια μετά), την παράνομη και βάρβαρη τουρκική εισβολή του Ιουλίου-Αυγούστου 1974 στην Μεγαλόνησο! Μία εισβολή που καταδικάστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη, την Ευρωπαϊκή Ένωση (μέλος της οποίας είναι η Κυπριακή Δημοκρατία) και πολλά άλλα διεθνή όργανα (όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Μάλιστα, η κατοχική Τουρκία και τα υποχείριά της στην «ΤΔΒΚ», απαιτούν ως απαραίτητο όρο για να επαναρχίσει ο διάλογος μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, με την μεσολάβηση του ΟΗΕ, να αποδεχθεί από πριν η νόμιμη Κυπριακή Κυβέρνηση (που ονομάζουν περιφρονητικά «Ελληνοκυπριακή Διοίκηση») ότι αν αποτύχει εκ νέου (όπως συνέβη στο παρελθόν επί δεκαετίες με απόλυτη ευθύνη της Τουρκίας/Τουρκοκυπρίων), ο διμερής διάλογος για μία λύση «Διζωνικής και Δικοινοτικής Ομοσπονδίας», να αναγνωρίσει ως «ανεξάρτητη και κυρίαρχη» οντότητα τα κατεχόμενα (ΤΔΒΚ), ώστε πλέον να συνυπάρχουν στο νησί δύο ισότιμα (!) Κράτη, που, ίσως να συστήσουν μεταξύ τους μία χαλαρή Συνομοσπονδία!

Η δραματική σκλήρυνση της θέσης της Τουρκίας στο Κυπριακό είναι, σαφέστατα, αποτέλεσμα των αρχικών σχεδίων της (πριν και μετά την εισβολή) να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχό της στον κατεχόμενο βορρά του νησιού, με ανάλογες συνταγματικές προβλέψεις που επίμονα ζητούσε στην διαπραγμάτευση όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και τον έμμεσο έλεγχό της (και των «αχυρανθρώπων» της στη λεγόμενη «Κυβέρνηση» της «ΤΔΒΚ») στον ελεύθερο νότο του νησιού. Γι’ αυτό και η διατήρηση του δικαιώματος «εγγύησης» και παραμονής κατοχικών στρατευμάτων στα κατεχόμενα για απροσδιόριστο χρόνο, αλλά και ουσιαστικά δικαιώματα βέτο (υποχρεωτική συναπόφαση), στα κοινοβουλευτικά και κυβερνητικά όργανα της μελλοντικής διζωνικής-δικοινοτικής Ομοσπονδίας (που ουσιαστικά θα ήταν Συνομοσπονδία), που θα ανέτρεπαν την δημοκρατική αρχή της πλειοψηφίας και θα επέβαλαν μόνιμες εξαιρέσεις από τις ελευθερίες μετακίνησης, εγκατάστασης, εργασίας και ιδιοκτησίας, που θα οδηγούσαν στην γκετοποίηση των κατεχομένων και στην ανατροπή των αυτονόητων ελευθεριών που εφαρμόζονται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως βέβαια είναι και η Κύπρος…!

Ταυτόχρονα, η Τουρκία μέσω της συμμετοχής των κατεχομένων της Β. Κύπρου, στην Ενωμένη Ευρώπη, θα αποκτούσε πλείστα όσα οφέλη, οικονομικού και θεσμικού ίσως χαρακτήρα, ακόμη και χωρίς την ευρωπαϊκή ένταξή της (άκρως αμφίβολης πλέον), χωρίς ταυτόχρονα να έχει όλες τις δημοκρατικές δεσμεύσεις των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης!

Είκοσι δύο  χρόνια μετά την άνοδο του Ρ.Τ. Ερντογάν στην ηγεσία της Τουρκίας, ο εθνικισμός, η ένταση του πολιτικού Ισλάμ και ο αναθεωρητισμός (επεκτατισμός) του «πονηρού και πλεονέκτη» γείτονά μας, έχουν δραματικά και συνολικά αναβαθμιστεί, ως συνέπεια της αύξησης της ισχύος και των μεγεθών του (πληθυσμός, εξοπλισμοί, οικονομική και παραγωγική διεύρυνση, αναβάθμιση διεθνούς θέσης). Σ’ αυτό οφείλεται και η νέα θέση για δύο ισότιμα κράτη στην Κύπρο, η επεκτατική θεωρία της «Γαλάζιας Πατρίδας», το ανυπόστατο Τουρκολιβυκό μνημόνιο θαλάσσιας οριοθέτησης, η αποθράσυνση της άρνησης του νέου Δικαίου της Θάλασσας και η διεκδίκηση του μισού Αιγαίου μέχρι τον 25ο Μεσημβρινό και περίπου 152 ελληνικών νήσων, νησίδων, βραχονησίδων, όπως και η άρνηση νόμιμων οριοθετήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και βέβαια η παράνομη απαίτηση αφοπλισμού των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

 

 Βασική αιτία της άκρως επικίνδυνης αυτής αναβάθμισης της τουρκικής απειλής κατά της Ελλάδος, που οδηγεί σε «υπαρξιακό κίνδυνο»(κατά τον Ν.Δένδια), την πατρίδα μας (και βέβαια την Κύπρο), είναι η επί δεκαετίες ανοχή και μη ουσιαστική και αποτελεσματική αντίδραση του Ελληνισμού στις συνεχείς παρανομίες και επιθετικότητα της Τουρκίας: ανεχθήκαμε τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου 1959-1960, με τα αρνητικά τους υπέρ των Τουρκοκυπρίων, την εν συνεχεία υπονόμευση της λειτουργίας του νέου δικοινοτικού κράτους, τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, τις κατασχέσεις και απελάσεις των Κωνσταντινουπολιτών Ελλήνων 1964-1965, τις μονομερείς και παράνομες διεκδικήσεις στην Υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου (1973 έως σήμερα), το casus belli (απειλή πολέμου) του 1995 για την μη επέκταση της χωρικής θάλασσάς μας, την αμφισβήτηση των Ιμίων (1996 και μετέπειτα πολλών άλλων βραχονησίδων), το 1983 την δημιουργία της παράνομης ΤΔΒΚ, το 2019 το Τουρκολιβυκό μνημόνιο, το 2020 την επίθεση οργανωμένων μεταναστών στον Έβρο και μετά τις παράνομες έρευνες του Ορούτς-Ρέις στα Ανατολικά Ρόδου-Ανατολικής Κρήτης, σε ελληνικές, νυν ή δυνητικά, θαλάσσιες ζώνες… Το ίδιο και σε Κυπριακά θαλασσοτεμάχια!

 

 

Τέλος, ευθύνεται και η ανεκτική και προνομιακή μεταχείριση της Τουρκίας από την Δύση, για να μην «απολεσθεί ως σύμμαχος» δήθεν, η οποία οδήγησε τελικά στην περαιτέρω αποθράσυνσή της, σε όλους τους τομείς! Έτσι, δεν τόλμησε κανείς Έλληνας ηγέτης ή αξιωματούχος να παραλληλίσει  ρητά  την κατοχική Τουρκία στην Κύπρο (αλλά και έναντι της Ελλάδας), με την Ρωσική επίθεση κατά της Ουκρανίας, ούτε να απαιτήσει ανάλογη συμμαχική αλληλεγγύη και συμπεριφορά, ώστε να λήξει η κατοχή της Βόρειας Κύπρου και να πάψει η παράνομη διεκδίκηση θαλάσσιου και νησιωτικού χώρου ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων (ΑΟΖ-Υφαλοκρηπίδας)  την οποία επιδιώκει  απροκάλυπτα πλέον η  επεκτατική Τουρκία. Η δε, «Διακήρυξη των Αθηνών» (7-12-2023) για «φιλία» και «καλή γειτονία» Ελλάδος-Τουρκίας, αποτέλεσε μία ακατανόητη, άκαιρη και αντιφατική εξέλιξη, που αποδυναμώνει το ψυχολογικό οπλοστάσιο του Ελληνισμού στην Ελλάδα και ιδίως στην κινδυνεύουσα Κύπρο. Όταν μάλιστα ο Ερντογάν (σε πρόσφατη ομιλία του) ευχήθηκε να είχε κατακτηθεί ολόκληρη η Κύπρος το 1974(!) ενώ  επισκέφθηκε  τα κατεχόμενα στην 50η επέτειο της εισβολής, 20 Ιουλίου 2024, για να προκαλέσει και πάλι τις τραγικές μνήμες Ελληνοκυπρίων και Ελλήνων…! Των οποίων το ηθικό φρόνημα δοκιμάζεται από τις ελληνικές πολιτικές αντιφάσεις (που θυμίζουν «σκωτσέζικο ντουζ»), από την διεθνή διπλωματική ανικανότητα και υποκρισία, αλλά και από την εθνική μας νωθρότητα και απροθυμία ανάληψης αποτελεσματικών πρωτοβουλιών…!!!

 

Το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ του 1974 οφείλει να μας καθοδηγεί ξανά, μέχρι την τελική δικαίωση του Ελληνισμού! Την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου και την εφαρμογή του Διεθνούς  και  του Κοινοτικού Δικαίου!

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ,    «Ελλάδα και Κόσμος 2002-2003: Κριτικές προσεγγίσεις στα γεγονότα». Θεσσαλονίκη 2004  Σελ. 51 επ

ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ,             «Αναζητώντας την ουσία : Κριτικές προσεγγίσεις στην επικαιρότητα (2004-2006), UNIVERSITY STUDIO PRESS/ΕΚΦΡΑΣΗ 2006 ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ Γ.ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ   Σελ 77 επ.

ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑΝΟΓΛΟΥ , ΚΥΠΡΙΑΚΟ: Συμπεράσματα μετά από μισό αιώνα Τουρκικής Κατοχής …., στο περιοδικό SPEAKNEWS Τεύχος 50 /2024 σελ 15

 

anixneuseis.gr 

 

diodotos-k-t.blogspot.com 

 

1 σχόλιο:

  1. Θα ειχε τεραστιο ενδιαφερον να ερωτηθουν σημερα οι κυπριοι για ενα καινουριο (ή το παλιο ξαναζεσταμενο) σχεδιο Α(υ)ναν.

    ΛΟΚΙ

    ΑπάντησηΔιαγραφή