του Γεωργίου Παύλου, Καθηγητή Φυσικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και Δρ Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
πηγή
Σχόλιο Διόδοτου: Χθεσινή δημοσίευση της αξιόλογης ιστοσελίδας 'Πεμπτουσία', απόσπασμα από μελέτη του εξαιρετικού καθηγητού Γεωργίου Παύλου, του οποίου επείγουσα δήλωση επί της επαισχύντου συμφωνίας, ακούσαμε εδώ.
Σαφώς μετά την δολοφονία του
Έλληνα Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, τα πολιτικά κόμματα εισήγαγαν στην
ελληνική πολιτική σκηνή, τον αιρετικό δυτικό πολιτικό μονοφυσιτισμό και
φεουδαρχισμό. Οι συνέπειες, αυτής της αιρετικού τύπου πολιτειολογίας,
είναι πλέον εμφανείς σε όλους μας. Ανάδειξη της ψυχοπαθολογίας του
απρόσωπου, δυτικότροπου εθνικισμού, και ακολούθως του δυτικότροπου
διεθνισμού. Τραγική συρρίκνωση και κατάρρευση καταστροφική εντός δυο
αιώνων, του Οικουμενικού ελληνισμού, και διωγμός των Ελλήνων και του
ελληνικού και ορθοδόξου πολιτισμού – ταυτότητας των, από την ιστορία και
την ιστορική γεωγραφία του.
Θεωρούμε πλέον, πως μόνο η ανάδειξη
ελληνικής και ορθόδοξης πολιτειολογίας μπορεί να αναχαιτίσει την
ιστορική κατάρρευση του ελληνικού κόσμου. Σε αυτό, είναι απαραίτητη η
ουσιαστική μετάνοια και συνεργασία όλων μας, κλήρου και λαού, και η
επιστροφή μας με καινοτομικό τρόπο στις βασικές αρχές της ορθόδοξης
Εκκλησιολογίας και της ορθόδοξης Πολιτειολογίας, που εδράζονται στην
εμπειρία του προσώπου είτε σε επίπεδο θεολογίας είτε σε επίπεδο
ανθρωπολογίας. Κάθε είδος μονοφυσιτισμού, ταυτίζει την ουσία με την
ενέργεια και την ουσία με την υπόσταση – πρόσωπο.
Αυτό, αναπόφευκτα,
οδηγεί στην ουσιοκρατία και την ανελεύθερη οντολογική ιεραρχία.
Αντίθετα, η ορθοδοξη θεολογία διακρίνει την ουσία από την ενέργεια και
την ουσία από την υπόσταση-πρόσωπο, αρνούμενη με κάθε τρόπο την αναλογία
όντος και πίστεως που γέννησαν τον δυτικό φεουδαρχικό και αυταρχικό
μεσαίωνα και ακόμη χειρότερα τον χριστιανικού τύπου αθεϊσμό της
σχολαστικής θεολογίας και της δυτικής εν γένει επιστημολογίας και
πολιτειολογίας. Οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, θα δηλώσουν
απερίφραστα πως “ανυπόστατος φύσις και ουσία ουκ αν είη ποτέ”, ούτε στο
επίπεδο του Ακτίστου και της θεολογίας του, ούτε στο επίπεδο του κτιστού
και της επιστημολογίας- πολιτειολογίας του. Έτσι, δεν υφίστανται
αλάθητοι, εκκλησιαστικοί ή πολιτικοί άνδρες ή γυναίκες, αντικαταστάτες
και τοποτηρητές του Θεού στη Γη, αλλά μόνο διάκονοι και υπηρέτες του
Θείου Μυστηρίου, είτε στον χώρο της εκκλησιολογίας, είτε στον χώρο της
πολιτειολογίας και ανθρωπολογίας.
Ύστερα από όλα αυτά, είναι αναγκαίο να
τεθεί υπό συζήτηση σε κάθε επίπεδο, εκκλησιαστικό και κοινωνικό, το
πολιτειολογικό ζήτημα. Δηλαδή, ποιος τύπος πολιτειολογίας ανταποκρίνεται
στην ορθόδοξη εκκλησιολογία και θεολογία, ποια μορφή πολιτειολογίας
αποκλείνει από το ορθόδοξο ήθος και την ορθόδοξη εκκλησιολογία και
θεολογία. Η Εκκλησιαστική ιεραρχία σαφώς οφείλει να μένει μακράν της
πολιτικής πράξης, την ευθύνη της οποίας έχει η κοινωνία η ιδία. Όμως, η
εκκλησιαστική ιεραρχία έχει ευθύνη να διατυπώνει την ορθόδοξη αλήθεια
όσον αφορά την πολιτειολογία και να ασκεί κριτική στον πολιτικό κόσμο
και στις πολιτικές ομάδες όταν αυτές ακολουθούν αιρετικές πρακτικές, μη
ορθόδοξες, μη φιλάνθρωπες και μη εθνικά ορθές πολιτικές, που οδηγούν
στην υλική και πνευματική βλάβη και φθορά της κοινωνίας και της πατρίδας
μας. Ενώ δεν είναι πρέπον, η εκκλησιαστική ιεραρχία να πολιτικολογεί,
είναι όμως ανάγκη η εκκλησιαστική ιεραρχία να διδάσκει τον λαό περί της
αληθούς και συνεπούς προς την ορθόδοξη πίστη και παράδοση πολιτικής
θεωρίας και πράξης. Είναι πρέπον και συνεπές προς το πνευματικό
λειτούργημα των εκκλησιαστικών ανδρών και γυναικών, να διδάσκουν την
διαφορά της μη ορθόδοξης, μονοφυσιτικής, φεουδαρχικής, αυταρχικής,
αλάθητης, αλαζονικής και αιρετικής πολιτειολογίας που φθείρει την
ορθόδοξη ζωή και το δημοκρατικό ήθος, από την αντίστοιχη ορθόδοξη,
δημοκρατική, προσωποκεντρική και φιλάνθρωπο πολιτειολογία που απορρέει
από τον διαχρονικό ελληνικό και ορθόδοξο πολιτισμό του διαλόγου και της
συμμετοχικότητας. Είναι πρέπον και σύμφωνο με το εκκλησιαστικό των
αξίωμα, οι εκκλησιαστικοί άνδρες να καταγγέλουν δημόσια την κοινωνική
αδικία, την πολιτιστική και πνευματική διαφθορά, την αιρετική ιδεοληψία
και μεροληψία, την ιδιοτέλεια, την συγκεντρωτική γραφειοκρατία των
κομματικών μειοψηφιών και την αυταρχικότητα των πολιτικών ηγεσιών, όταν
αυτές υποτάσσουν το κοινωνικό και εθνικό όφελος σε στενά κομματικά και
άλλα ωφέλη, καταργώντας την αξιοκρατία, τη δημοκρατικότητα και την
κοινωνική ισότητα. Εν τέλει, είναι πρέπον η εκκλησιαστική ιεραρχία να
διατυπώνει τις αρχές μίας δημοκρατικής, φιλάνθρωπης και ανοικτής
πολιτειολογίας, που σέβεται το κοινωνικό σώμα και την
πολιτιστική-πνευματική του ταυτότητα και δεν το υποτάσσει σε κοινωνικές
και πολιτικές μειοψηφίες που θεωρούν τον εαυτόν των αλάθητο χειραγωγό
των μαζών.
Έπειτα από αυτές τις επισημάνσεις,
προτείνουμε, την κατά τόπους με ευθύνη και πρωτοβουλία των μητροπολιτών
και επισκόπων, συνεδρίων και ημερίδων αναφορικά με την σχέση της
ορθόδοξης, πίστης, θεολογίας και εκκλησιολογίας, και της πολιτικής
θεωρίας και πολιτειολογίας.
Αυτό θα συμβάλλει τα μέγιστα, στην
εξυγίανση του πολιτικού βίου της ελληνικής κοινωνίας και στην προστασία
της δημοκρατίας και της διάσωσης της πνευματικής ταυτότητας της
ελληνικής κοινωνίας. Αυτή την στιγμή, όπου η ελληνική πατρίδα κινδυνεύει
να χάσει κάθε ελληνική και ορθόδοξη ταυτότητα και τίθενται οι όροι
γεωγραφικού διαμελισμού της Ελλάδος, η εκκλησία της Ελλάδος υποχρεούται
εκ της θέσεως της και ως πνευματική τροφός της ελληνικής και ορθόδοξης
κοινωνίας, να συμμετάσχει ως φιλόστοργος μήτηρ στην αγωνία του ελληνικού
και ορθοδόξου λαού της.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου