Κάποτε, στα ελληνικά νησιά, οι νύχτες δεν ήταν μόνο σκοτεινές. Ήταν γεμάτες ψιθύρους, ιστορίες και φόβους που περνούσαν από γενιά σε γενιά. Σε μια εποχή που η επιστήμη δεν είχε δώσει εξηγήσεις σε όλα τα ανεξήγητα φαινόμενα, οι άνθρωποι ζούσαν με την πεποίθηση πως ορισμένοι νεκροί δεν έμεναν στον τάφο τους. Δεν ήταν όλοι, ούτε συχνά. Όμως υπήρχαν περιπτώσεις όπου οι κάτοικοι των νησιών ένιωθαν πως κάποιος που είχε πεθάνει δεν είχε φύγει πραγματικά.
Οι ιστορίες για τους βρικόλακες ήταν κοινές στη Μύκονο, τη Σαντορίνη, την Κρήτη και πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου. Οι άνθρωποι πίστευαν πως αν κάποιος πέθαινε βίαια, ανεξομολόγητος ή καταραμένος, μπορούσε να επιστρέψει. Τα σημάδια ήταν διαφορετικά κάθε φορά. Ήταν περίεργοι ήχοι στη μέση της νύχτας, σκιές που έμοιαζαν να κινούνται χωρίς να υπάρχει κάποιος εκεί, ξαφνικοί θόρυβοι σε σπίτια χωρίς εμφανή αιτία. Άλλες φορές, οι φόβοι έπαιρναν πιο συγκεκριμένη μορφή. Υπήρχαν άνθρωποι που έλεγαν πως ένιωθαν την παρουσία ενός πεθαμένου συγγενή τους, σαν να τους παρακολουθούσε από τη γωνία ενός δωματίου.
Αλλά ο μεγαλύτερος φόβος δεν ήταν οι σκιές και οι φήμες. Ήταν η στιγμή που ένας τάφος άνοιγε και το σώμα του νεκρού έβρισκαν πως δεν είχε αποσυντεθεί. Αυτό ήταν το σημείο που ο τρόμος γινόταν βεβαιότητα. Αν το πρόσωπο παρέμενε ανέπαφο, αν τα μάτια δεν είχαν βυθιστεί, αν το δέρμα ήταν ακόμη λείο, τότε για τους ντόπιους υπήρχε μόνο μία εξήγηση: ήταν βρικόλακας.
Αυτές οι δοξασίες δεν ήταν μόνο φήμες μεταξύ των κατοίκων. Ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους που κατέγραψε τέτοιες ιστορίες ήταν ο Γάλλος περιηγητής Joseph Pitton de Tournefort, ο οποίος επισκέφθηκε τη Μύκονο το 1701. Περιέγραψε πως οι κάτοικοι του νησιού ήταν τρομοκρατημένοι από την παρουσία ενός νεκρού που πίστευαν πως είχε γίνει βρικόλακας. Οι άνθρωποι έλεγαν πως ο νεκρός αναστάτωνε το χωριό, έκανε φασαρία τα βράδια και δεν άφηνε κανέναν να ησυχάσει. Μετά από πολλές προσπάθειες να τον ξεφορτωθούν, αποφάσισαν να ανοίξουν τον τάφο του. Όταν βρήκαν το σώμα σε ανέπαφη κατάσταση, πίστεψαν ότι αυτή ήταν η απόδειξη της κατάρας του.
Σύμφωνα με την περιγραφή του περιηγητή, η λύση που έδωσαν οι κάτοικοι ήταν να αφαιρέσουν την καρδιά του νεκρού και να την κάψουν. Όταν όμως αυτό δεν έφερε αποτέλεσμα και οι φόβοι συνέχισαν να υπάρχουν, προχώρησαν σε πλήρη αποτέφρωση του σώματος, πιστεύοντας πως έτσι θα σταματούσε η παρουσία του ανάμεσά τους.
Παρόμοιες ιστορίες εμφανίζονται και σε άλλα νησιά. Στη Σαντορίνη, υπήρχε η πεποίθηση πως ένας βρικόλακας μπορούσε να σταματήσει να στοιχειώνει έναν τόπο μόνο αν τον έπαιρναν από το νησί και τον έκαιγαν αλλού. Στην Κρήτη, σε κάποιες περιοχές, έλεγαν πως αν ένας βρικόλακας δεν αντιμετωπιζόταν έγκαιρα, θα μπορούσε να μεταδώσει την κατάστασή του σε άλλους νεκρούς, δημιουργώντας περισσότερους σαν αυτόν.
Με το πέρασμα των χρόνων, αυτές οι πεποιθήσεις άρχισαν να φθίνουν. Η επιστήμη εξήγησε πως σε ορισμένες συνθήκες, το ανθρώπινο σώμα μπορεί να μην αποσυντεθεί γρήγορα, ειδικά όταν το έδαφος είναι ξηρό ή υπάρχει έλλειψη οξυγόνου. Η ιατρική και η αλλαγή της κοσμοθεωρίας των ανθρώπων έκαναν τις ιστορίες για τους βρικόλακες να μοιάζουν με παραμύθια.
Σήμερα, κανείς στη Μύκονο ή στα άλλα νησιά δεν φοβάται πως ένας νεκρός μπορεί να επιστρέψει. Όμως, οι ιστορίες επιβιώνουν. Ζουν στις αφηγήσεις των παλιότερων, στα παλιά βιβλία και στα αναμμένα φώτα που κάποιοι εξακολουθούν να αφήνουν τη νύχτα, όχι γιατί πιστεύουν σε βρικόλακες, αλλά γιατί οι παλιές συνήθειες δύσκολα ξεχνιούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου