γράφει ο Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος
Η μελέτη αυτή αντιμετωπίζει το βασικό επίσης πρόβλημα της οπλοθήκης των ιστορικών τους γνώσεων, τί τους παρέχεται στη Μέση Εκπαίδευση και πώς, με ποιούς φορείς, αν αυτές οι γνώσεις ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής και αν αυτές αφομοιώνονται με ουσιαστική ωφέλεια από τους νέους. Στο θέμα αυτό, που είχε τεθεί σε μένα, καθώς και σε άλλους ιστορικούς, ως ερώτημα από τη διεύθυνση της εφημερίδας «Τα Νέα», έδωσα την απάντησή μου σε δυο συνέχειες, στις 4 και 5 Ιουλίου 1977. Το άρθρο μου εκείνο ξαναδημοσιεύω εδώ με μικρές προσθήκες και αλλαγές. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος
Επιμέλεια παρουσίασης: Πυθεύς
1. Ότι η θετική ιστορική μόρφωση έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή των πολιτών, προπάντων σήμερα, μέσα σ’ ένα κόσμο που τον κάνει ακατανόητο η σύγχυση ιδεών και κοινωνικών συστημάτων, είναι μια αλήθεια που περιττεύει να τονιστεί, ένας κοινός τόπος. Το πρόβλημα όμως είναι αν το μάθημα της ιστορίας διδασκόμενο κατάλληλα μορφοποιεί πραγματικά τους μελετητές του και ως ποιό βαθμό είναι αποτελεσματικά ωφέλιμο. Γεγονός πάντως είναι ότι από τις θεωρητικές επιστήμες δύο είναι κυρίως, η ιστορία και η κοινωνιολογία, που μας βοηθούν να βρούμε τον προσανατολισμό μας μέσα στα σύγχρονα προβλήματα, πνευματικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά. Η ιστορία μάλιστα είναι η βάση γενικά των κοινωνικών επιστημών, η οποία θα μας δώσει τις πρώτες γενικές γνώσεις και ακόμη θα μας βοηθήσει —προκειμένου μάλιστα για τον τόπο μας— να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και την πορεία του έθνους μας μέσα στους αιώνες, ιδίως στους τελευταίους. Γιατί, όπως έλεγε πολύ σωστά ο Τερτσέτης, «το πέρυσι και το πρόπερυσι συγγενεύει περισσότερο με ημάς παρά οι αρχαιότεροι αιώνες». Και άλλοτε είχα διατυπώσει τη γνώμη ότι συνδεόμαστε με το παρελθόν, ιδίως με το άμεσο παρελθόν, περισσότερο απ’ ό,τι το φανταζόμαστε, και ότι νιώθουμε ακόμη στα πρόσωπά μας τη θερμή πνοή των γεγονότων.
Επομένως η αποστολή του ιστορικού, όχι μόνο του πανεπιστημιακού, αλλά και του γυμνασιακού, είναι μεγάλη. Είναι, νομίζω, ο κύριος πνευματικός οδηγός που μπορεί και πρέπει να διαφωτίζει τους νέους κάτω από ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις που θα τις μελετήσουμε παρακάτω.
Είναι πραγματικά γεγονός ότι οι περισσότεροι Νεοέλληνες δεν έχουν εδραίες και θετικές γνώσεις της ιστορίας τους. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους καταλογίσουμε απόλυτη ευθύνη. Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και θα μπορούσε να το συζητήσει κανείς ή μάλλον να το σκεφθεί κανείς πολύ, πριν μπορέσει να καταλήξει σε ορισμένα ακριβή συμπεράσματα. Αν θέλουμε να βρούμε τις πρώτες αιτίες, πρέπει να τις αναζητήσουμε στο σχολείο και εννοώ κυρίως τη Μέση Εκπαίδευση, γιατί στις τάξεις αυτής αρχίζει να γίνεται κάποια ενατένιση των ιστορικών γεγονότων. Η ιστορική λοιπόν νεοελληνική πραγματικότητα (και περιορίζομαι κυρίως σ’ αυτήν, γιατί αυτή παρουσιάζει τα μεγαλύτερα προβλήματα διδασκαλίας) πρέπει να γίνεται γνωστή, ν’ αναλύεται στα νέα παιδιά ή στους εφήβους, με τη βοήθεια ειδικών καθηγητών, των καθηγητών που αποφοιτούν από τα Ιστορικά ή Ιστορικοαρχαιολογικά Τμήματα των πανεπιστημίων μας.
Είναι όμως καλά καταρτισμένοι οι νέοι μας καθηγητές για ν’ αναλάβουν το βαρύ, πραγματικά, αυτό έργο; Νομίζω όχι, γιατί τους λείπουν πολλά. Πρώτα-πρώτα κατά το διάστημα της φοιτήσεώς τους στα δύο τελευταία χρόνια δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο (για πολλούς λόγους, παρακολουθήσεων και εξετάσεων των άλλων μαθημάτων, παραδόσεως φροντιστηριακών εργασιών) να ενημερωθούν γενικά στην επιστημονική κίνηση και να διαβάσουν, έστω και ελάχιστα, βασικά συνθετικά έργα ή και μερικές μικρές επιστημονικές εργασίες. Αλλά και όταν αποφοιτήσουν, δεν έχουν τον χρόνο, αλλά ούτε και την ευκαιρία να συμπληρώσουν τα κενά τους με συστηματική μελέτη. Αλλά ούτε και διαχωρισμός των φιλολόγων στο έργο τους γίνεται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στη Μ. Εκπαίδευση ανάλογα με τα πτυχία τους, όπως γίνεται στα άλλα κράτη, δηλαδή ο διαχωρισμός σε κλασσικούς φιλολόγους, νεοελληνιστές, ιστορικούς και ανάθεση της διδασκαλίας κατά κλάδους σε ορισμένες ώρες κάθε εβδομάδα. Το ζήτημα αυτό, είναι αλήθεια, παρουσιάζει δυσκολίες για το υπουργείο Παιδείας και για τους Γεν. Επιθεωρητές, γιατί θα πρέπει να γίνουν ανακατατάξεις του προσωπικού στα σχολεία Μ. Εκπαιδεύσεως, θα παρατηρηθούν κενά ως προς ορισμένες θέσεις κλασσικών φιλολόγων ή και των άλλων ειδικοτήτων και γενικά θα σημειωθεί κάποια αναταραχή, ιδίως στα επαρχιακά κέντρα. Πάντως χρειάζεται να γίνει επιτέλους κάποιος προγραμματισμός, κάποια αρχή.
Υπάρχουν βέβαια αρκετοί φιλόλογοι γυμνασιακοί, καλοί ιστορικοί, γλωσσομαθείς και καταρτισμένοι, που κάνουν καλά την δουλειά τους. Έξω όμως απ’ αυτούς, η διδασκαλία της ιστορίας γενικά χωλαίνει, ιδίως στις μεγάλες τάξεις. Γιατί στις μικρές ο καθηγητής με μια ζωηρή αφηγηματική διδασκαλία, με τη βοήθεια χαρτών, με ανάγνωση αποσπασμάτων από πηγές, με επισκέψεις σε μουσεία και εκδρομές σε ιστορικούς τόπους μπορεί πολλά να προσφέρει στους μαθητές.
Τα προβλήματα βέβαια είναι δυσκολώτερα στις τρεις τελευταίες τάξεις. Εκεί ο καθηγητής πρέπει να είναι γερά καταρτισμένος στις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, αν θέλει να έχει αντίκτυπο και ανταπόκριση στις ψυχές των εφήβων. Δεν μπορεί να διδάσκει αφηγούμενος, έστω και με άλλα λόγια, τα ίδια ακριβώς που έχει το διδακτικό του βιβλίο ούτε —εν ονόματι του σχολείου εργασίας— να βάζει κάτω το εγκεκριμένο βιβλίο, να διαβάζουν οι μαθητές περικοπές και κατόπιν να επακολουθεί συζήτηση μεταξύ μαθητών και καθηγητή με την προσπάθεια να βγάλουν συμπεράσματα και να αποφανθούν για ορισμένα ιστορικά γεγονότα, συζήτηση που καταλήγει σε αληθινή κωμωδία. Αυτή είναι η μέθοδος ορισμένων ράθυμων εκπαιδευτικών, που γλυτώνουν από τον κόπο να προετοιμαστούν, όπως πρέπει, για το έργο τους, μέθοδος που κάνει τον μαθητή να πιστεύει και ο ίδιος στην ιστορική κριτική του δεινότητα και να του δυναμώνει μ’ αυτόν τον τρόπο την επιπολαιότητα και τη φιλοκριτική διάθεση, τα δύο μισητά σημάδια της νεοελληνικής εξυπνάδας. Με αυτόν τον τρόπο, είτε δηλαδή με το σύστημα της ξερής απομνημονεύσεως των γεγονότων είτε με τη στραβή εφαρμογή του σχολείου εργασίας, ο νέος βγάζει το Γυμνάσιο με γενικές και αόριστες ιστορικές γνώσεις· εύκολη θεωρία περί ιστορίας, έτοιμο συνταγολόγιο για την εξακρίβωση κάθε ιστορικού γεγονότος και στενοκέφαλος ατομικισμός στις γνώμες του. Οποιαδήποτε εποχή δεν έχει γι᾽ αυτόν κανένα πρόβλημα και καμιά δυσκολία. Η γνώση όμως αυτή καταντά άχαρη και ξερή, και μολονότι ο ίδιος σα νέος είναι γεμάτος δράση και ζωή, όχι μόνο δεν κατορθώνει να «ζήσει», όπως λέμε, το ιστορικό γεγονός, αλλ’ ούτε και την παραμικρή συγκίνηση να νιώσει γι᾽ αυτό. Ποιά επίδραση μπορεί να έχει στο μέλλον μιας χώρας μια τέτοια μόρφωση των νέων και μια τέτοια τους ιστορική αντίληψη των πραγμάτων, θεμελιωμένη σε τόσες σαθρές βάσεις, όλοι μας το καταλαβαίνουμε.
Στη Μέση λοιπόν Εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για συστηματική επιστημονική μελέτη της ιστορίας. Άλλωστε τα ιστορικά εγχειρίδια του Γυμνασίου, τόσο στον δυτικό, όσο και στον ανατολικό κόσμο, περισσότερο όμως στα Βαλκάνια, δεν είναι απαλλαγμένα από ορισμένες τάσεις, που είναι δυνατόν να εξυπηρετούν όχι μόνο παιδαγωγικούς, αλλά και πολιτικούς ή εθνικούς σκοπούς, που τους υπαγορεύει το ίδιο το κράτος.
Θυμούμαι πως πριν από χρόνια ο —μακαρίτης τώρα— Τσέχος ιστορικός Josef Kabrda, που είχε μελετήσει συγκριτικά τα διδακτικά βιβλία των διαφόρων κρατών της χερσονήσου του Αίμου, μου έγραφε ότι καταλάβαινε να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των βιβλίων της Ελλάδας και των άλλων κρατών λόγω διαφοράς του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά εκείνο που του ήταν ακατανόητο ήταν οι σοβαρές διαφορές μεταξύ των βιβλίων κρατών που ανήκαν στον ίδιο ιδεολογικό κόσμο. Και επειδή ο Kabrda ήταν τουρκολόγος, τελείωνε τις παρατηρήσεις του ή μάλλον τις σχολίαζε με μια μόνο λέξη, την τουρκική yazik (= Κρίμα! Ντροπή).
Επομένως ο νέος με μόνο το εγχειρίδιο του Γυμνασίου είναι αδύνατο να λάβει ιστορική μόρφωση, εκτός αν έχει την τύχη να έχει έναν καλά καταρτισμένο καθηγητή. Πάντως η γυμνασιακή διδασκαλία είναι ανάγκη ν’ απαλλάσσεται συνεχώς από σκοπιμότητες, πολιτικές, θρησκευτικές ή ταξικές και ν’ αποβλέπει ιδίως στις τελευταίες τάξεις στην όσο το δυνατόν αντικειμενική αλήθεια, ώστε να βοηθεί και να προετοιμάζει τον νέο να σχηματίζει όσο το δυνατό αντικειμενική γνώμη και κρίση, και να τον κάνει υπεύθυνο πολίτη.
Ύστερ᾽ από τα λίγα αυτά, δεν είναι άξιο απορίας αν οι Έλληνες βγαίνουν ανιστόρητοι, όπως και αγεωγράφητοι, από τα σχολεία. Οι περισσότεροι Νεοέλληνες έχουν μόνο θαμπές αναμνήσεις από το γυμνασιακό εγχειρίδιο της Ιστορίας των Νέων Χρόνων ή από πανηγυρικούς λόγους ή από ανεύθυνα ιστορικά άρθρα εφημερίδων ή περιοδικών ή άλλα πρόχειρα δημοσιεύματα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να εκφέρουν γνώμη για το κάθε ζήτημα, στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό κ.τ.λ. του παρελθόντος. Η έλλειψη αυτή των επαρκών βασικών ιστορικών γνώσεων είναι μια σοβαρή αιτία ημιμάθειας και οίησης, πείσματος και εμπάθειας.
2. Η σύγχρονη εικόνα του ανερμάτιστου των Ελλήνων στην Ιστορία δεν είναι και πολύ διαφορετική από εκείνη, που περιγράφει πριν από 120 περίπου χρόνια ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Δημ. Βερναρδάκης στην «Επιστολιμιαία Βιβλιοκρισία» του τον Νοέμβριο του 1874 κρίνοντας τις «Ιστορικές Αναμνήσεις» του Ν.Δραγούμη: «Ότι μετά την θρησκευτικήν μάθησιν η Ιστορία είναι το μάλλον παρημελημένον μάθημα εν τη καθόλου εκπαιδεύσει ημών, είναι αλήθεια, την οποίαν ουδείς δύναται ν’ αρνηθή. Αλλά και απολυθείς εκ των σχολείων ο Έλλην σπανίως αναπληροί εξ ιδίας μελέτης την ιστορικήν ταύτην της εκπαιδεύσεώς του έλλειψιν. Συντελεί δε εις τούτο, εκτός των άλλων, και ιδιόρρυθμός της κλίσις του ημετέρου νεοελληνικού πνεύματος, όχι πολύ ανόμοιος πρός την των μεγάλων ημών προγόνων, εξ ης ορμώμενοι απεχθανόμεθα μεν παν ό,τι εμπειρικόν, τρεπόμεθα δε μεθ’ ηδονής ιδιαιτέρας πρός παν ό,τι θεωρητικώτερον. Επειδή δε το μέν πολιτικόν στάδιο είναι το θελκτικώτατον όνειρον παντός Έλληνος, εκ δε των εις αυτό αναγκαιοτέρων επιστημών της νομικής και της ιστορίας, η τελευταία, οσονδήποτε και αν πελεκηθεί υπό της φιλοσοφίας, μένει κατά μέγα μέρος άξεστος πάντοτε εμπειρική ύλη, έπεται ότι η νομική, όπως μάλιστα διεπλάσθη το σύνολον είδος αυτής υπό της φιλοσοφίας και του φυσικού δικαίου, ως παρέχουσα στάδιον ευρύ ένθεν μεν εις την θεωρίαν, ένθεν δε εις την σοφιστείαν, ήτις και αυτή είναι ουσιώδης ιδιότης του ελληνικού πνεύματος, έχει δι’ ημάς τους Έλληνας πολύ πλειότερα θέλγητρα. Το δε περίεργον είναι ότι όχι μόνο αγνοούσι και απεχθάνονται την ιστορίαν οι ημέτεροι πολιτικοί, αλλά τρέφουσι πρός αυτήν βαθυτάτην περιφρόνησιν… Αφ’ ου δε η ιστορική μάθησις είναι αναγκαία εις τους αναλαμβάνοντας να κυβερνήσωσι κράτη μεγάλα, ισχυρά και στερεώτατα, πολύ πλέον απαραίτητος είναι, νομίζω, εις τους κυβερνώντας κράτος μικρόν, ασθενές και κλονούμενον, εις τους διέποντας την τύχην έθνους πολυπαθούς, νεαρού και απείρου…». Ξεχνούν οι πολιτικοί μας τα επιγραμματικά λόγια του Πολυβίου· «…αληθινωτάτην… είναι παιδείαν και γυμνασίαν προς τας πολιτικάς πράξεις την εκ της ιστορίας μάθησιν…».
Έτσι με τις στοιχειώδεις τους γνώσεις οι νέοι είναι έρμαια των διαφόρων ιστορικών αναγνωσμάτων ή άρθρων που πέφτουν στα χέρια τους, ορισμένων βιβλίων με συνταρακτικούς τίτλους, τα οποία κατακλύζουν —τώρα τελευταία μάλιστα— τις προθήκες των βιβλιοπωλείων με τη φιλοδοξία ότι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των ιστορικών γεγονότων, ότι αποκαθιστούν την παραποιημένη ιστορία από τους ιστορικούς του «κατεστημένου»(!), ότι τους βάζουν γυαλιά κ.λ. Ρέπουν στην απλοποιητική, δήθεν κοινωνιολογική, ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Ακόμη και οι μορφωμένοι, απ’ όσα διάβασαν θυμούνται ελάχιστα γενικά και αυτά έχουν υπόψη τους και με αυτά κρίνουν το παρελθόν, απλά, σχηματικά και αυθαίρετα. Τα συμπεράσματά τους λοιπόν, για τα οποία εναβρύνονται, είναι επισφαλή. Λείπει η γνώση των λεπτομερειών με τα τόσα επιμέρους περίπλοκα ζητήματα, που αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιστορικής επιστήμης και κάνουν τον ιστορικό πολύ επιφυλακτικό ως πρός την εξαγωγή γρήγορων πορισμάτων.
Ανερμάτιστοι λοιπόν καθώς είναι οι περισσότεροι αναγνώστες, παρασύρονται και αιχμαλωτίζονται από τα χτυπητά και θερμά λόγια των βιβλίων αυτών. Η κριτική στάση τους απέναντι στα γραπτά αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη του την έλλειψη σχετικών γνώσεων και τον έντονο συναισθηματισμό τους, κάμπτεται και μειώνεται, ανάλογα βέβαια με την προσωπικότητα του καθενός. Συχνά ακόμη οι τάσεις των αναγνωστών προσανατολίζονται πρός τις ιδέες τους τις πολιτικές, όπως τις έχουν διαμορφώσει ζώντας μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, κατά τις κατά παράδοση οικογενειακές πολιτικές πεποιθήσεις (άλλοτε οι πεποιθήσεις αυτές μεταδίδονταν, θα έλεγε κανείς, κληρονομικά), ή μέσα στις πολιτικές ομάδες, πράγμα που συμβαίνει τώρα συχνά, γιατί οι νέοι έχουν αποδεσμευθεί σχεδόν από τις επιδράσεις της οικογένειας.
Όπως και αν έχει το ζήτημα, το βέβαιο είναι ότι τώρα έχουν τις δικές τους ιδέες με τόσο ισχυρές πολιτικές αποκλίσεις πρός τα δεξιά, πρός το κέντρο ή πρός τα αριστερά, ώστε να μη μπορούν να σχηματίσουν νηφάλια κρίση για τα γεγονότα που μελετούν ή παρακολουθούν. Αντίθετα είναι διαποτισμένοι από το πάθος, από τη θρεμμένη από τη νεανική ορμή επιθετικότητα, ώστε είναι έτοιμοι να διαμφισβητήσουν ή να ειρωνευθούν και να διακωμωδήσουν όχι μόνο την αντίθετη γνώμη, αλλά και μικρή παρέκκλιση απ’ αυτή. Αλλά κάθε πάθος, κάθε έντονο συναίσθημα, ή αγάπη, το μίσος, η αντιπάθεια, η οίηση, η περιφρόνηση κ.λ., είναι πάγκοινα γνωστό (είναι το πρώτο βασικό μάθημα του σπουδαστή των ιστορικών και κοινωνικών επιστημών) ότι αλλοιώνει την αλήθεια, την κριτική μας ικανότητα. Αυτό δεν το έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει καλά. Μολονότι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε δημοκράτες και υπέρ του διαλόγου, μένουμε στο βάθος αδιόρθωτοι εγωιστές, δογματικοί και τυραννικοί: περιμένουμε να διαβάσουμε ό,τι ανταποκρίνεται στις προσωπικές μας αντιλήψεις, στα προσωπικά μας αισθήματα («Πες μου ό,τι αγαπώ και το πιστεύω» ήταν πολύ διαδεδομένη παροιμία στα χρόνια της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο). Αλλιώς δυσαρεστούμαστε και γινόμαστε καχύποπτοι, σχεδόν εχθρικοί απέναντι του συγγραφέα, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, οποιαδήποτε εχέγγυα αξιοπιστίας και αν παρουσιάζει. Αποκλίνουμε μόνο πρός τους ομοϊδεάτες μας και δεχόμαστε μόνον ό,τι αυτοί γράφουν, είτε είναι δεξιοί, κεντρώοι, ή αριστεροί, αν δηλαδή είναι συνειδητά ενταγμένοι σε κάποια από τις πολιτικές παρατάξεις. Με αυτούς μας αρέσει να συζητούμε, να κάνουμε συντροφιά και ν’ αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Αλλιώς, αν ο συνομιλητής μας έχει δικές του γνώμες ή απόψεις, είναι απόβλητος, αποσυνάγωγος! Και θέλουμε να λεγόμαστε δημοκράτες!
Ο ιστορικά όμως σκεπτόμενος και πολύ περισσότερο ο ιστορικός, που οπωσδήποτε από δικές του παρατηρήσεις ή συζητήσεις με αξιόλογα πρόσωπα διαφόρων κομμάτων ή από συγκριτική μελέτη βιβλίων ή άρθρων, έχει καταλήξει και διαμορφώσει δική του γνώμη και σύμφωνα με αυτή θα προκρίνει το κόμμα της αρέσκειάς του, κατά τις αντιλήψεις του, και θα δώσει την ψήφο του στις εκλογές (επομένως κατά κάποιο τρόπο θα «πολιτικοποιηθεί», κατά την τόσο προσφιλή και συνηθισμένη σήμερα λέξη), πρέπει να ξεπεράσει την παραπάνω δυσάρεστη ομαδοποίηση και στεγανή πολιτικά απομόνωση, αν θέλει να μείνει πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, να βοηθεί τον τόπο, να επικοινωνεί με αγάπη με τους συμπολίτες του και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αληθινής δημοκρατίας, που να είναι γέννημα δικό μας, που να μην έχει να ζηλέψει τίποτε από τις δημοκρατίες των άλλων κρατών. Ας έχουμε στο μυαλό μας τα αθάνατα λόγια του Περικλή, του τόσον περήφανου για την αθηναϊκή δημοκρατία:
Το παράδειγμα ενός τέτοιου «πολιτικοποιημένου» και όχι «κομματικοποιημένου», αλλά ελεύθερου ανθρώπου, μας το δίνει ο Μακρυγιάννης, η μεγάλη εκείνη ευαίσθητη ψυχή, που νοιαζόταν και έπασχε για τους συνανθρώπους του, και ο οποίος πολύ νωρίς είχε αντιληφθεί την ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά μας, ανάμειξη που τη διευκόλυνε τότε η δική μας αμάθεια και το πάθος μας: «…Όταν ο φτωχός Έλληνας, γράφει, τον καταπολέμησε (τον σουλτάνο), ξυπόλητος και γυμνός…, τότε πολέμαγε και μ᾽ εσένα τον χριστιανό —με τις αντενέργειες και τον δόλο σου και την απάτη σου κ᾽ εφοδίασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων… Ύστερα μας γιομώσατε φατρίες —ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους· και δεν αφήσατε κανένα Έλληνα— πήρε ο καθένας το μερίδιό του· και μας καταντήσατε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς ότι δεν την αιστανόμαστε…». Μακάρι να φτάναμε στην ελεύθερη στάση αυτού του απλού αγωνιστή του ᾽21, ο οποίος ως μόνα του εφόδια είχε τις ελάχιστες, αλλά γόνιμες ιστορικές γνώσεις του, και πρό πάντων την οξεία παρατήρηση και το κοφτερό μυαλό του!
3. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας μας, των εθνικών μας συμφορών, οφείλεται στην έλλειψη ιστορικών γνώσεων, που αποτελούν μαθήματα πολύτιμα, διδάγματα αιώνια για την επιβίωσή μας στο μέλλον, ιδίως για τους ηγέτες μας, και εννοώ κυρίως τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, γιατί αυτοί πρό πάντων διαχειρίζονται τις τύχες του έθνους. Οι θετικές ιστορικές γνώσεις —και όχι η φτηνή πατριδοκαπηλική ρητορεία— πρέπει να είναι η απαραίτητη και συνεχής τροφή τους, το μάνα τους. Η συστηματική μελέτη της Ιστορίας, ιδίως από καλά και μεγάλα συνθετικά έργα, μας δίνει συμπυκνωμένη την εμπειρία και τη σοφία πεντάδιπλης ζωής, αιώνων ολόκληρων, θα έλεγα. Κι αυτά δυστυχώς (εννοώ τα σύγχρονα) μας λείπουν. Αποφεύγω ν᾽ αναλύσω το δικό μου συνθετικό έργο «Ιστορία του Ν. Ελληνισμού», τ. 1-6 (1204-1825), με τις «Πηγές» του, τ. 1-2, και να το υπερασπίσω. Το έργο μου αυτό το έχω αφήσει στην κρίση των άλλων. Προσωπικά όμως θέλω να πιστεύω ότι «ξανάγραψα» την ιστορία των χρόνων που διαπραγματεύομαι απλώνοντας τη ματιά μου σε ευρείς ορίζοντες, εξετάζοντας οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά φαινόμενα και βασιζόμενος σε όσο το δυνατόν μεγάλυτερο πλήθος από ποικίλες και ποικιλόγλωσσες πηγές και βοηθήματα, εδραιωμένα όλα σε όσο το δυνατόν συστηματικότερη μεθοδολογικά υποδομή. Περισσότερο δεν μου επιτρέπεται να προχωρήσω.
Οπως για κάθε επιστήμη, έτσι και για την Ιστορία —πολύ περισσότερο μάλιστα γι᾽ αυτήν— σημασία δεν έχει μόνο η αναζήτηση της αλήθειας (η αλήθεια για την αλήθεια), αλλά και τα διδάγματα απ᾽ αυτήν, οι πρακτικές εφαρμογές της στην πολιτική μας ζωή, στην κοινωνία μας, στην αναστροφή μας με τους συνανθρώπους μας, αν θέλουμε πραγματικά να συνειδητοποιήσουμε την ωφελιμιστική της προσφορά στην ανθρωπότητα και ν᾽ αποβλέψουμε με σταθερότητα σ᾽ ένα καλύτερο μέλλον. Μιλώντας σχετικά στον Β’ τόμο της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» για τη μεγάλη αποστολή του ιστορικού έγραφα το 1964 τα εξής για τη μελέτη της περιόδου της τουρκοκρατίας: «Η διερεύνηση και αφήγηση των γεγονότων της εποχής αυτής, μιας εποχής γεμάτης από ποικίλων ειδών καταπιέσεις, δεν εμπνέεται από αισθήματα πάθους ούτε και από την επιθυμία να γεννήσει αισθήματα μίσους, αλλά από τη μεγάλη αποστολή και το καθήκον του ιστορικού ν᾽ αναζητήσει και ν᾽ αποκαταστήσει την αλήθεια, από την επιθυμία να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του ν᾽ αντλήσει διδάγματα από την πικρή πείρα του παρελθόντος. Για να το πετύχει όμως αυτό η επιστήμη, πρέπει ν᾽ αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη σύνθεση της ιστορίας με αντικείμενό της γενικά τον άνθρωπο, όχι μόνο τον ξεχωριστό, τον ήρωα ή τα ανώνυμα πλήθη στη δράση τους.
Προς τί η προσοχή μας να στρέφεται μόνο πρός τον ήρωα, πρός τον αρχηγό ή πρός τις μάζες που γίνονται αγελαίες, όταν γοητεύονται ή τρομοκρατούνται και κυριαρχούνται απ᾽ αυτόν, ή μόνο πρός τις ψυχρές στατιστικές που —με όλη τους τη μεγάλη προσφορά ως θετικών στοιχείων στην ιστορική επιστήμη— μόνες τους δεν είναι δυνατόν να δώσουν πνοή στο χθές;
Δεν υπάρχουν τα άλλα επιφανή ή κάποτε και άσημα και ανώνυμα πρόσωπα, που έσπειραν κι᾽ αυτά τις ιδέες τους, πολλές από τις οποίες έγιναν ασφαλώς κτήματα ή και μηνύματα των μεγάλων, των ηρώων;
Δεν επηρέασαν κι αυτά την ιστορική πορεία;
Δεν υπάρχουν οι απλοί άνθρωποι του λαού, που —όταν δεν είναι μάζα— δρούν αυτόβουλα, κινούνται, εργάζονται, πιστεύουν, αμφιβάλλουν, υποφέρουν, βρίσκουν τον δρόμο τους ή απελπίζονται;
Το δράμα τους αυτό στα μύχια της ψυχής τους, και γενικά το δράμα του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας, δεν αξίζει να διερευνηθεί, για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον;
Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο απώτατος σκοπός της Ιστορίας παρά να βοθήσει την ανθρωπότητα, τον κάθε άνθρωπο, να συνειδητοποιήσει καλά μέσα του, έστω κι ένα μέρος από την εμπειρία του παρελθόντος, των προγόνων του και να χρησιμοποιήσει το μεγάλο αυτό κέρδος στην αναστροφή του με τους συνανθρώπους του;
Το έργο αυτό της Ιστορίας δεν αποτελεί ένα συνεχές κήρυγμα αυτογνωσίας του ατόμου και αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας με αισιόδοξη προοπτική για ένα καλύτερο αύριο;».
4. Κι έτσι τώρα ερχόμαστε στο ερώτημα: με ποιά μέσα θ’ αναπτύξουμε την ιστορική μόρφωση και αντίληψη του λαού; Ας αρχίσω απ᾽ εκείνα που είναι μάλλον αυτονόητα ή χρειάζονται λιγότερη ανάπτυξη, για να καταλήξω στα σπουδαιότερα. Αφήνω κατά μέρος τους πανηγυρικούς λόγους, γιατί έχουν μέσα τους, απ’ αυτή τη φύση τους, την υπερβολή, τον τονισμό ορισμένων σημείων, την πατριωτική έξαρση. Γι αυτό νομίζω πως είναι καλοί μόνο για τις ημέρες των επετείων, αρκεί να μην ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια και να μη καταντούν κούφια και μεγαλόστομη ρητορεία, χωρίς κανένα βαθύτερο φρονηματιστικό σκοπό, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές τον τόπο μας.
Ως προς τα μέσα της μαζικής ενημερώσεως, εννοώ τον Τύπο και την Τηλεόραση, θα είχα να παρατηρήσω τα εξής, που αποτελούν προσωπικές μου απόψεις. Θα είχα να συστήσω στους συμπατριώτες μου να διαβάζουν τις πολιτικές απόψεις και σχόλια δύο διαφόρων —αντίθετων παρατάξεων— εφημερίδων, οι οποίες όμως να μη διακρίνονται για τους συνταρακτικούς των τίτλους και την οξεία, την επιθετική φρασεολογία τους, γιατί όλ᾽ αυτά αναστατώνουν την ψυχική διάθεση του αναγνώστη, εννοώ του μέσου αναγνώστη, του ανατρέπουν την ηρεμία, τον προδιάθετουν φιλικά ή εχθρικά απέναντι προσώπων ή καταστάσεων (κατά την αντίληψη του απλού ανθρώπου: «ό,τι είναι γραμμένο είναι πιστευτό») και επομένως ή του αφαιρούν την κριτική ικανότητα ή τουλάχιστον του κλονίζουν την εμπιστοσύνη. Ανάλογα είναι συχνά και τα ιστορικά δημοσιεύματα ή άρθρα δικών μας ή ξένων δημοσιογράφων, που δεν είναι άμοιρα κάποτε από ιστορικά σφάλματα ή ακρισίες. Κάποτε μάλιστα εμφανίζονται άρθρα ξένων για δικά μας πράγματα, οι οποίοι διαφημίζονται σε προλογικά σημειώματα ως ειδικοί στα θέματα, με τα οποία ασχολούνται, αλλά τα άρθρα τους ή «κομίζουσι γλαύκα εις Αθήνας» ή είναι γεμάτα ανακρίβειες. Η εμπιστοσύνη μας μάλιστα αυτή στους ξένους —άλλο είδος ξενομανίας αυτό— φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να δημοσιεύεται αμέσως ό,τι αναγγέλλεται από το «Associated Press» ή άλλο ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο ή είδηση π.χ. για την τάδε ανακάλυψη ενός ξένου φυσικά αρχαιολόγου ή ιστορικού (για να περιοριστώ στους κλάδους μας αυτούς), ενώ αποσιωπούνται οι ανακαλύψεις ή τα επιτεύγματα λαμπρών Ελλήνων επιστημόνων, γιατί από σεμνότητα δεν διατυμπανίζουν τις επιτυχίες τους. Ή γίνεται παρουσίαση έργων φιλικών προσώπων. Για τους άλλους βέβαια ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πάντως είναι αλήθεια ότι ορισμένα ιστορικά δημοσιεύματα του Τύπου συντελούν στην ιστορική μόρφωση του λαού, όταν βέβαια γράφονται με σεβασμό ή με κάποιο σεβασμό προς την αλήθεια και λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία της άλλης πλευράς.
Από την Τηλεόραση ξεχωρίζω ως άριστο διδακτικό μέσο για τη λαϊκή επιμόρφωση τις ομιλίες των ειδικών ή αξιόλογων ερασιτεχνών ιστορικών ή ακόμη πιο πολύ τις «Ομιλίες της Στρογγυλής Τράπεζας», όπου η συμμετοχή πολλών ομιλητών με τον λόγο και τον αντίλογο και με τις θετικές γνώσεις τραβούν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Το υψηλό επίπεδο της ομιλίας και η ευπρέπεια του διαλόγου φρονηματίζουν αναμφίβολα τους θεατές.
Τα ιστορικά όμως κινηματογραφικά σενάρια δεν νομίζω ότι προσφέρουν καμιά υπηρεσία, εκτός από την πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Συχνά μάλιστα διαστρεβλώνουν και τις λίγες θετικές ιστορικές γνώσεις των τηλεθεατών, γιατί τους κάνουν να νομίζουν ότι τα γεγονότα πραγματικά έτσι εξελίχθηκαν και ότι έτσι διαμείφθηκαν οι ζωηροί και δραματικοί διάλογοι, που όμως βγήκαν μόνο από τη φαντασία του σεναριογράφου. Τα κινηματογραφικά αυτά έργα είναι ό,τι οι vies romancées των μυθιστοριογράφων, αλλά σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Με αυτές τις ταινίες έχουμε πραγματικά «μυθοποίηση» της Ιστορίας.
Χρήσιμες και θετικές πληροφορίες προσφέρουν οι ταινίες εκείνες, που προέρχονται από συναρμολόγηση παλιών επικαίρων με σκοπό ν᾽ αποδώσουν ζωντανά τα περασμένα γεγονότα, αρκεί όμως η σύνδεση αυτών να μην αποβλέπει στην προκατάληψη και στη δημιουργία εντυπώσεων με τη σκόπιμη επιλογή των κατάλληλων σκηνών. Τέτοιες ωραίες ταινίες, γαλλικές ή αγγλικές, ακόμη και ορισμένες καλές ελληνικές, είδαμε στην Τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Πολύ ωφέλιμες επίσης είναι οι περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, η γνωριμία μας όχι μόνο με τους τόπους, αλλά και με τους ανθρώπους, με τα επαγγέλματά τους, με τις σκέψεις, με τα όνειρά τους. Η Γεωγραφία είναι η αδελφή της Ιστορίας. Με τις περιηγήσεις αυτές συνδέονται βέβαια και οι επισκέψεις των ποικίλων κατά τόπους μουσείων, των αρχαίων κλασσικών μνημείων, των βυζαντινών εκκλησιών, των «αρχοντικών», με την ανάλυση των αρχιτεκτονικών και ζωγραφικών τους στοιχείων κ.λ. Ο σχολιασμός όμως να γίνεται όχι πρόχειρα, αλλά ύστερα από ευσυνείδητη μελέτη των θεμάτων με βοηθήματα τα έργα των ειδικών ερευνητών.
Επάνω όμως απ’ όλα αυτά τα μέσα για τη μόρφωση της ιστορικής αντιλήψεως του λαού θεωρώ τα βασικά συνθετικά έργα της ελληνικής ιστορίας, τα έργα μεγάλης πνοής, τα γερά τεκμηριωμένα σε πλήθος πηγών και βοηθημάτων, ποικίλων προελεύσεων (ελληνικών, δυτικοευρωπαϊκών, βαλκανικών, ανατολικοευρωπαϊκών και τουρκικών) και απόψεων και τάσεων ως πρός το περιεχόμενό και την ιδεολογία. Παρατηρούσα παλαιότερα ότι τα περισσότερα νεώτερα μεγάλα συνθετικά ιστορικά έργα παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα ως πρός την αφθονία, την οικονομία και την επεξεργασία της ιστορικής ύλης, ως πρός την κριτική έκθεση και αξιολόγηση των γεγονότων, δηλαδή ως πρός την αντικειμενικότητα, και ιδίως ως πρός τη βιβλιογραφική ενημερότητα. Κυριαρχεί δηλαδή σ’ αυτά η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά και η έλλειψη αυστηρού ερευνητικού πνεύματος.
Αν θέλουμε να κατονομάσουμε μερικά από τα βιβλία αυτά, πρέπει να περιοριστούμε —για άρση παρεξηγήσεων— στα έργα συγγραφέων που έχουν από χρόνια πεθάνει και επομένως η κρίση μας μπορεί αναμφισβήτητα να θεωρηθεί νηφάλια. Τέτοια είναι —παρά τις επί μέρους αρετές τους— η «Ιστορία της Ελλάδος 1453-1862» του Π. Καρολίδη, η «Ελληνική Επανάστασις» του Δ. Κοκκίνου, η «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία» του Γ. Κορδάτου, η «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τ. Πιπινέλη κ.α. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε άλλες λεπτομέρειες, εκτός από αυτά τα γενικά που τόνισα λίγο παραπάνω. Τα μεγάλα συνθετικά έργα θέλουν πολλά χρόνια εξαντλητικής έργασίας για τη συλλογή του υλικού, για την προσεκτική ταξινόμηση και επεξεργασία του, χωρίς να προσθέσουμε και τη μεγάλη τελική προσπάθεια για τη σύνθεση, για την κατά το δυνατόν ακριβή και ζωντανή αναπαράσταση των περασμένων.
5. Είναι αλήθεια ότι μεγάλες δυσκολίες παρουσιάζονται κατά την έκθεση των γεγονότων στη νεώτερη και ιδίως στην πρόσφατη ιστορία. Είναι δυνατόν να διδαχθεί αυτή στα σχολεία και στα πανεπιστήμια; Η θέση του διδάσκοντος είναι πραγματικά πολύ λεπτή όχι μόνο γιατί ο ίδιος πρέπει να έχει ήδη αποκτήσει την φήμη ήρεμου, αντικειμενικού και προικισμένου με πολλά πνευματικά προσόντα δασκάλου, αλλά και γιατί έχει ν’ αντιμετωπίσει τις αποκρυσταλλωμένες κιόλας από ο σπίτι του ή έστω και από το πρόχειρο δικό του διάβασμα αντιλήψεις του νέου για τις ευθύνες του α ή β προσώπου ή πολιτικού κόμματος και τη συναφή με αυτά θέματα υπερθέρμανση της ζεστής κιόλας από τα ελληνικά νιάτα ατμόσφαιρας της τάξης. Έχω προσωπική αντίληψη του πράγματος, γιατί τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας μου εργάστηκα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, δίδαξα ιστορία στις δύο τελευταίες τάξεις και δεν δίσταζα να προχωρώ τότε στην εξιστόρηση των προπολεμικών γεγονότων. Συνέβαινε όμως να έχω κάποτε κάποιες συναισθηματικές αντιδράσεις ορισμένων μαθητών ή μαθητριών, που μετέφεραν στο σχολείο τις ιδέες κυρίως των γονέων τους. Θυμούμαι μάλιστα ακόμη το συγκροτημένο κλάμα μιας καλής μαθήτριας, γιατί νόμισε ότι με τη διδασκαλία μου είχε μειωθεί η σημασία ενός ηγετικού προσώπου που ως τότε είχε λατρέψει.
Τα πράγματα θα είναι βέβαια πολύ δυσκολώτερα τώρα, ύστερα από τη φοβερή αναταραχή των 40 τελευταίων χρόνων. Μολαταύτα νομίζω πως ένας πολύ ικανός και ήρεμος γυμνασιακός ή πανεπιστημιακός ιστορικός μπορεί να διδάξει τα τελευταία γεγονότα μέσα σ᾽ ένα πλαίσιο μαθημάτων γενικής ιστορίας π.χ. μετά το 1897, εκθέτοντας τα τελευταία γεγονότα χρονογραφικά, εφόσον μάλιστα η απόστασή μας απ’ αυτά είναι μικρή, τα πάθη μεγάλα και οι πηγές που διαθέτουμε ακόμη είναι ανεπαρκείς. Πόσοι όμως είναι οι ιστορικοί αυτοί που διαθέτουν τα κατάλληλα πνευματικά και ψυχικά προσόντα για τη διδασκαλία αυτή; Και είναι βέβαιοι ότι δεν θα αντιμετωπίσουν την εμπαθή επιθετικότητα ορισμένων ακροατών τους, ή τις κακής πίστεως παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις;
Είναι βέβαια αλήθεια ότι στα ξένα πανεπιστήμια δίνονται ακόμη και θέματα πρόσφατης ιστορίας για διδακτορικές διατριβές. Εκεί οι αντικειμενικοί όροι είναι πολύ διαφορετικοί από της Ελλάδας, τα θέματα είναι ψυχρά για τους ξένους, και οι καθηγητές της ιστορίας είναι πολλοί, αποτελούν ειδικά, ανεξάρτητα τμήματα. Έπειτα έχουν —στις πρωτεύουσες μάλιστα— προσιτά τα διάφορα Αρχεία, όπου οι υποψήφιοι διδάκτορες μπορούν να εργαστούν επάνω στο ανέκδοτο υλικό.
Σήμερα οι Σχολές των Πανεπιστημίων μας περνούν μια κρίση· θα έλεγα όλες οι ανώτατες σχολές του κόσμου, επειδή τίποτε σ’ αυτόν τον πλανήτη δεν είναι στεγανά απομονωμένο: κρίση ιδεών, πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, κρίση μεθόδων διδασκαλίας και παροχής γνώσεων, κρίση που έγινε σφοδρά αισθητή και στη χώρα μας ύστερα από την επιβολή της δικτατορίας, σε μια χώρα που είχε μάλιστα αγωνιστεί από τις πρώτες στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τώρα τα πράγματα —εννοώ τα εσωτερικά— ηρεμούν, γίνονται επιτροπές, συντάσσονται νέα προγράμματα διαρθρώσεως της Παιδείας μας και βρισκόμαστε σε μια περίοδο ζυμώσεων και προσδοκιών για την πραγματοποίηση νέων στόχων, που ν’ ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις της επιστήμης και στις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Ανάγκη είναι να ετοιμαστούμε γι᾽ αυτά όχι με λόγια, με προχειρότητες, με συνθήματα που καμουφλάρουν φιλοδοξίες δικές μας ή φίλων μας, με τους οποίους συνδεόμαστε ιδεολογικά, αλλά με σύντονη εργασία, με προσοχή στο καθήκον, με την προσπάθεια πραγματικών δημοκρατών. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι μια απλή λέξη που την πιπιλίζουμε διαρκώς στο στόμα για επίδειξη και ανάδειξή μας· είναι κοσμοθεωρία, τρόπος ζωής, ανθρωπιά, ειλικρινής και ευγενική συμπεριφορά πρός τον καθένα, και πρώτα-πρώτα προς τον διπλανό μας.
Εκείνο που προβλέπω ότι θα δυσκολέψει το έργο των Πανεπιστημίων μας στο μέλλον, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, είναι η οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών, ή σπουδών για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, οι οποίες πρέπει να διευρυνθούν. Τα όσα γίνονται σήμερα δεν είναι ικανοποιητικά. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση χωλαίνει σημαντικά. Οι καθηγητές και οι επίκουροί τους που διδάσκουν στα Πανεπιστήμια με αρκετά αυξημένο τον αριθμό των ωρών διδασκαλίας, πνιγμένοι καθώς είναι και από τις άλλες απασχολήσεις τους, αλλά ιδίως από απροθυμία και αδυναμία για την ανάληψη σκληρής εργασίας, δεν είναι δυνατόν να επαρκέσουν ευσυνείδητα και στις μεταπτυχιακές σπουδές ή και για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος.
Έτσι, οι υποψήφιοι για πολλούς και διάφορους λόγους, που εκθέτω στο πρώτο μέρος του βιβλίου μου, αποπέμπονται ή θα τυραννιούνται επί χρόνια. Μόνο με γενναίες αποφάσεις και ριζικές αναδιαρθρώσεις είναι δυνατόν να οργανωθούν μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, για να είναι βέβαια άξιες του ονόματος και όχι, όπως γίνονται τώρα, πρόχειρες, ασήμαντες. Ίσως καλά οργανωμένα Ινστιτούτα θα μπορούσαν να συμβάλουν στη λύση του προβλήματος.
Τί χρειάζεται λοιπόν για τη σωστή ιστορική διαπαιδαγώγηση του λαού μας;
Οργάνωση των ιστορικών σπουδών. Και πρώτα-πρώτα, στη Μέση Παιδεία. Για την καλή διδασκαλία της Ιστορίας απαιτούνται πολλές προϋποθέσεις, που δεν υπάρχουν σχεδόν σήμερα, μα που πρέπει να δημιουργηθούν, αν θέλει να πάει η χώρα μας μπροστά.
1. Καλή ειδίκευση των φοιτητών στην Ιστορία με κέντρο βάρους, κατά την κλίση του υποψηφίου, την αρχαία, τη μέση ή τη νεώτερη. Τέτοια ειδίκευση γίνεται από χρόνια τώρα σε άλλα κράτη.
2. Μετεκπαίδευση διετή των φιλολόγων ιστορικών σε ειδικό Κέντρο ή Ίδρυμα Ιστορικών Σπουδών, που όμως δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα.
3. Καλά ιστορικά σχολικά εγχειρίδια γραμμένα από εγνωσμένης αξίας ιστορικό ή ομάδα ιστορικών με συμμετοχή παιδαγωγού.
4. Βιβλία πηγών με χαρακτηριστικά κείμενα, ή και μεταφράσεις που να φέρουν τον μαθητή σε άμεση επαφή με την εποχή που μελετά, και χρησιμοποίηση αυτών κατάλληλα από τον γυμνασιακό καθηγητή και από τον μαθητή.
5. Ιστορικοί χάρτες, που να δείχνουν όχι μόνο τους τόπους μαχών, αλλά και την οικονομική κατάσταση του τόπου, τις μετακινήσεις πληθυσμών κ.λ.
6. Καλοί και φτηνοί ιστορικοί άτλαντες σε κοινό χαρτί, με μεγάλο ή και μικρό σχολιασμό, τους οποίους δεν έχουμε. Οι μαθητές πρέπει να έχουν οικείωση όχι μόνο με τους γεωγραφικούς, αλλά και με τους ιστορικούς χάρτες και άτλαντες και να γίνεται συχνή αναφορά σ’ αυτούς από τον καθηγητή, ο οποίος θα επικαλείται και τις γνώσεις των μαθητών από το μάθημα της γεωγραφίας. Να καταδεικνύεται πόσο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η επίκαιρη γεωγραφικά θέση μιας χώρας ή και μιας περιοχής ακόμη στην ανάπτυξη και εξέλιξη του πολιτισμού της και στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Να εξετάζεται ακόμη αν ο ίδιος γεωγραφικός παράγοντας έχει πάντοτε την ίδια σημασία. Η εξέταση των μαθητών επάνω στον ιστορικό, αλλά και στον γεωγραφικό χάρτη, να είναι συχνή και συστηματική, όχι φευγαλέα και επιπόλαιη.
Ένα Ίδρυμα Ιστορικών Σπουδών επανδρωμένο με κατάλληλους επιστήμονες και ειδικούς της Ιστορικής Γεωγραφίας θα πρέπει να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση των παραπάνω αναγκών και να εφοδιάζει τα σχολεία, ακόμη τους καθηγητές και μαθητές με τα απαραίτητα βοηθήματα. Θα πρέπει ακόμη ν’ αναλαμβάνει και κατάλληλες εκλαϊκευτικές, φτηνές, αλλά σοβαρές (στηριγμένες στα πορίσματα των ιστορικών ερευνών), εκδόσεις για τη μόρφωση ή επιμόρφωση και ιστορική διαπαιδαγώγηση του λαού. Έχουμε χιλιάδες εκπαιδευτικούς επιφορτισμένους με τη γενική εκπαίδευση των παιδιών μας. Μια δεκάδα ή δωδεκάδα επιστημόνων ιστορικών που να εργάζεται μέσα σ’ ένα τέτοιο ειδικό Ίδρυμα με στόχους καθαρά ερευνητικούς, αλλά και πρακτικούς, για την επιδίωξη ενός μεγάλου σκοπού, όπως η ιστορική διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων, νομίζω ότι αξίζει μια μικρή πρόσθετη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, από τον οποίο άλλωστε χρηματοδοτούνται τόσα άλλα και ποικίλα Ιδρύματα. Δεν ξέρω τι γίνεται σχετικά στις άλλες χώρες, αλλά είναι καιρός πια ν’ αποβλέπουμε στη λύση των δικών μας προβλημάτων με σκέψεις δικές μας και να κινούμαστε με φαντασία δημιουργική και όχι να μιμούμαστε απόλυτα τους ξένους μην έχοντας εμπιστοσύνη στην κρίση μας. Αυτό προδίδει πνευματική νωθρότητα, αναπηρία, καταβολή ελάσσονος κόπου και προχειρότητα.
Αυτές είναι οι κύριες σκέψεις μου επάνω σ’ ένα θέμα καίριο και σπουδαίο της ζωής μας, για το οποίο καλό είναι ν’ ακουστούν και οι γνώμες άλλων επιστημόνων, θέμα ευρύτατο, για το οποίο αξίζει να γενικευθεί η συζήτηση, γιατί η ιστορική επιστήμη αποκρυσταλλώνει την ιστορική μνήμη —ας μου επιτραπεί η έκφραση— και τη διατηρεί νωπή, διαυγή, έτοιμη για διδάγματα για τις ερχόμενες γενιές. Επομένως η γνώση της ιστορίας είναι ασύγκριτα πολύτιμο εφόδιο για τον άνθρωπο, γιατί τα κέρδη μας από τη γόνιμη και απαλλαγμένη από πάθη αναστροφή μαζί της είναι μεγάλα: δεν είναι μόνο η διεύρυνση του πνευματικού μας ορίζοντα, η χαλύβδωση της υπομονής μας, αλλά και ένα διαρκές μάθημα, μια συνεχής παραίνεση για ανθρωπιά, ευθύτητα, ειλικρίνεια και ελευθερία. Ακόμη τα διδάγματα της Ιστορίας, αν αφομοιόνονται —κι αυτού πρέπει να κατατείνει η διδασκαλία της— έχουν τεράστια σημασία για την αγωγή των πολιτών: ωριμάζουν τη σκέψη, διαμορφώνουν υγιή πολιτική συνείδηση και δημιουργούν ψύχραιμους και συνετούς πολίτες, ικανούς ν’ αντιμετωπίζουν με φρόνηση και αποφασιστικότητα τα κρίσιμα ατομικά και εθνικά γεγονότα.
chilonas.com
Σχόλιο Διόδοτου: Το άρθρο αυτό το έγραψε πριν το 2000 ο αγαπητός μας ιστορικός. Πού να φανταστεί βέβαια, πως αυτό που ήταν κρυφά αποφασισμένο.. ήταν η ολοσχερής καταστροφή στην εκπαίδευση και η ανερυθρίαστη παραποίηση της Ιστορίας των Ελλήνων.
Η μελέτη αυτή αντιμετωπίζει το βασικό επίσης πρόβλημα της οπλοθήκης των ιστορικών τους γνώσεων, τί τους παρέχεται στη Μέση Εκπαίδευση και πώς, με ποιούς φορείς, αν αυτές οι γνώσεις ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής και αν αυτές αφομοιώνονται με ουσιαστική ωφέλεια από τους νέους. Στο θέμα αυτό, που είχε τεθεί σε μένα, καθώς και σε άλλους ιστορικούς, ως ερώτημα από τη διεύθυνση της εφημερίδας «Τα Νέα», έδωσα την απάντησή μου σε δυο συνέχειες, στις 4 και 5 Ιουλίου 1977. Το άρθρο μου εκείνο ξαναδημοσιεύω εδώ με μικρές προσθήκες και αλλαγές. Απόστολος Ε. Βακαλόπουλος
Επιμέλεια παρουσίασης: Πυθεύς
1. Ότι η θετική ιστορική μόρφωση έχει μεγάλη σημασία για την αγωγή των πολιτών, προπάντων σήμερα, μέσα σ’ ένα κόσμο που τον κάνει ακατανόητο η σύγχυση ιδεών και κοινωνικών συστημάτων, είναι μια αλήθεια που περιττεύει να τονιστεί, ένας κοινός τόπος. Το πρόβλημα όμως είναι αν το μάθημα της ιστορίας διδασκόμενο κατάλληλα μορφοποιεί πραγματικά τους μελετητές του και ως ποιό βαθμό είναι αποτελεσματικά ωφέλιμο. Γεγονός πάντως είναι ότι από τις θεωρητικές επιστήμες δύο είναι κυρίως, η ιστορία και η κοινωνιολογία, που μας βοηθούν να βρούμε τον προσανατολισμό μας μέσα στα σύγχρονα προβλήματα, πνευματικά, πολιτικά, πολιτιστικά, οικονομικά και κοινωνικά. Η ιστορία μάλιστα είναι η βάση γενικά των κοινωνικών επιστημών, η οποία θα μας δώσει τις πρώτες γενικές γνώσεις και ακόμη θα μας βοηθήσει —προκειμένου μάλιστα για τον τόπο μας— να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και την πορεία του έθνους μας μέσα στους αιώνες, ιδίως στους τελευταίους. Γιατί, όπως έλεγε πολύ σωστά ο Τερτσέτης, «το πέρυσι και το πρόπερυσι συγγενεύει περισσότερο με ημάς παρά οι αρχαιότεροι αιώνες». Και άλλοτε είχα διατυπώσει τη γνώμη ότι συνδεόμαστε με το παρελθόν, ιδίως με το άμεσο παρελθόν, περισσότερο απ’ ό,τι το φανταζόμαστε, και ότι νιώθουμε ακόμη στα πρόσωπά μας τη θερμή πνοή των γεγονότων.
Επομένως η αποστολή του ιστορικού, όχι μόνο του πανεπιστημιακού, αλλά και του γυμνασιακού, είναι μεγάλη. Είναι, νομίζω, ο κύριος πνευματικός οδηγός που μπορεί και πρέπει να διαφωτίζει τους νέους κάτω από ορισμένες βέβαια προϋποθέσεις που θα τις μελετήσουμε παρακάτω.
Είναι πραγματικά γεγονός ότι οι περισσότεροι Νεοέλληνες δεν έχουν εδραίες και θετικές γνώσεις της ιστορίας τους. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν σημαίνει ότι πρέπει να τους καταλογίσουμε απόλυτη ευθύνη. Το πρόβλημα είναι πολυσύνθετο και θα μπορούσε να το συζητήσει κανείς ή μάλλον να το σκεφθεί κανείς πολύ, πριν μπορέσει να καταλήξει σε ορισμένα ακριβή συμπεράσματα. Αν θέλουμε να βρούμε τις πρώτες αιτίες, πρέπει να τις αναζητήσουμε στο σχολείο και εννοώ κυρίως τη Μέση Εκπαίδευση, γιατί στις τάξεις αυτής αρχίζει να γίνεται κάποια ενατένιση των ιστορικών γεγονότων. Η ιστορική λοιπόν νεοελληνική πραγματικότητα (και περιορίζομαι κυρίως σ’ αυτήν, γιατί αυτή παρουσιάζει τα μεγαλύτερα προβλήματα διδασκαλίας) πρέπει να γίνεται γνωστή, ν’ αναλύεται στα νέα παιδιά ή στους εφήβους, με τη βοήθεια ειδικών καθηγητών, των καθηγητών που αποφοιτούν από τα Ιστορικά ή Ιστορικοαρχαιολογικά Τμήματα των πανεπιστημίων μας.
Είναι όμως καλά καταρτισμένοι οι νέοι μας καθηγητές για ν’ αναλάβουν το βαρύ, πραγματικά, αυτό έργο; Νομίζω όχι, γιατί τους λείπουν πολλά. Πρώτα-πρώτα κατά το διάστημα της φοιτήσεώς τους στα δύο τελευταία χρόνια δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο (για πολλούς λόγους, παρακολουθήσεων και εξετάσεων των άλλων μαθημάτων, παραδόσεως φροντιστηριακών εργασιών) να ενημερωθούν γενικά στην επιστημονική κίνηση και να διαβάσουν, έστω και ελάχιστα, βασικά συνθετικά έργα ή και μερικές μικρές επιστημονικές εργασίες. Αλλά και όταν αποφοιτήσουν, δεν έχουν τον χρόνο, αλλά ούτε και την ευκαιρία να συμπληρώσουν τα κενά τους με συστηματική μελέτη. Αλλά ούτε και διαχωρισμός των φιλολόγων στο έργο τους γίνεται κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στη Μ. Εκπαίδευση ανάλογα με τα πτυχία τους, όπως γίνεται στα άλλα κράτη, δηλαδή ο διαχωρισμός σε κλασσικούς φιλολόγους, νεοελληνιστές, ιστορικούς και ανάθεση της διδασκαλίας κατά κλάδους σε ορισμένες ώρες κάθε εβδομάδα. Το ζήτημα αυτό, είναι αλήθεια, παρουσιάζει δυσκολίες για το υπουργείο Παιδείας και για τους Γεν. Επιθεωρητές, γιατί θα πρέπει να γίνουν ανακατατάξεις του προσωπικού στα σχολεία Μ. Εκπαιδεύσεως, θα παρατηρηθούν κενά ως προς ορισμένες θέσεις κλασσικών φιλολόγων ή και των άλλων ειδικοτήτων και γενικά θα σημειωθεί κάποια αναταραχή, ιδίως στα επαρχιακά κέντρα. Πάντως χρειάζεται να γίνει επιτέλους κάποιος προγραμματισμός, κάποια αρχή.
Υπάρχουν βέβαια αρκετοί φιλόλογοι γυμνασιακοί, καλοί ιστορικοί, γλωσσομαθείς και καταρτισμένοι, που κάνουν καλά την δουλειά τους. Έξω όμως απ’ αυτούς, η διδασκαλία της ιστορίας γενικά χωλαίνει, ιδίως στις μεγάλες τάξεις. Γιατί στις μικρές ο καθηγητής με μια ζωηρή αφηγηματική διδασκαλία, με τη βοήθεια χαρτών, με ανάγνωση αποσπασμάτων από πηγές, με επισκέψεις σε μουσεία και εκδρομές σε ιστορικούς τόπους μπορεί πολλά να προσφέρει στους μαθητές.
Τα προβλήματα βέβαια είναι δυσκολώτερα στις τρεις τελευταίες τάξεις. Εκεί ο καθηγητής πρέπει να είναι γερά καταρτισμένος στις ιστορικές και κοινωνικές επιστήμες, αν θέλει να έχει αντίκτυπο και ανταπόκριση στις ψυχές των εφήβων. Δεν μπορεί να διδάσκει αφηγούμενος, έστω και με άλλα λόγια, τα ίδια ακριβώς που έχει το διδακτικό του βιβλίο ούτε —εν ονόματι του σχολείου εργασίας— να βάζει κάτω το εγκεκριμένο βιβλίο, να διαβάζουν οι μαθητές περικοπές και κατόπιν να επακολουθεί συζήτηση μεταξύ μαθητών και καθηγητή με την προσπάθεια να βγάλουν συμπεράσματα και να αποφανθούν για ορισμένα ιστορικά γεγονότα, συζήτηση που καταλήγει σε αληθινή κωμωδία. Αυτή είναι η μέθοδος ορισμένων ράθυμων εκπαιδευτικών, που γλυτώνουν από τον κόπο να προετοιμαστούν, όπως πρέπει, για το έργο τους, μέθοδος που κάνει τον μαθητή να πιστεύει και ο ίδιος στην ιστορική κριτική του δεινότητα και να του δυναμώνει μ’ αυτόν τον τρόπο την επιπολαιότητα και τη φιλοκριτική διάθεση, τα δύο μισητά σημάδια της νεοελληνικής εξυπνάδας. Με αυτόν τον τρόπο, είτε δηλαδή με το σύστημα της ξερής απομνημονεύσεως των γεγονότων είτε με τη στραβή εφαρμογή του σχολείου εργασίας, ο νέος βγάζει το Γυμνάσιο με γενικές και αόριστες ιστορικές γνώσεις· εύκολη θεωρία περί ιστορίας, έτοιμο συνταγολόγιο για την εξακρίβωση κάθε ιστορικού γεγονότος και στενοκέφαλος ατομικισμός στις γνώμες του. Οποιαδήποτε εποχή δεν έχει γι᾽ αυτόν κανένα πρόβλημα και καμιά δυσκολία. Η γνώση όμως αυτή καταντά άχαρη και ξερή, και μολονότι ο ίδιος σα νέος είναι γεμάτος δράση και ζωή, όχι μόνο δεν κατορθώνει να «ζήσει», όπως λέμε, το ιστορικό γεγονός, αλλ’ ούτε και την παραμικρή συγκίνηση να νιώσει γι᾽ αυτό. Ποιά επίδραση μπορεί να έχει στο μέλλον μιας χώρας μια τέτοια μόρφωση των νέων και μια τέτοια τους ιστορική αντίληψη των πραγμάτων, θεμελιωμένη σε τόσες σαθρές βάσεις, όλοι μας το καταλαβαίνουμε.
Στη Μέση λοιπόν Εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για συστηματική επιστημονική μελέτη της ιστορίας. Άλλωστε τα ιστορικά εγχειρίδια του Γυμνασίου, τόσο στον δυτικό, όσο και στον ανατολικό κόσμο, περισσότερο όμως στα Βαλκάνια, δεν είναι απαλλαγμένα από ορισμένες τάσεις, που είναι δυνατόν να εξυπηρετούν όχι μόνο παιδαγωγικούς, αλλά και πολιτικούς ή εθνικούς σκοπούς, που τους υπαγορεύει το ίδιο το κράτος.
Θυμούμαι πως πριν από χρόνια ο —μακαρίτης τώρα— Τσέχος ιστορικός Josef Kabrda, που είχε μελετήσει συγκριτικά τα διδακτικά βιβλία των διαφόρων κρατών της χερσονήσου του Αίμου, μου έγραφε ότι καταλάβαινε να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των βιβλίων της Ελλάδας και των άλλων κρατών λόγω διαφοράς του κοινωνικού καθεστώτος, αλλά εκείνο που του ήταν ακατανόητο ήταν οι σοβαρές διαφορές μεταξύ των βιβλίων κρατών που ανήκαν στον ίδιο ιδεολογικό κόσμο. Και επειδή ο Kabrda ήταν τουρκολόγος, τελείωνε τις παρατηρήσεις του ή μάλλον τις σχολίαζε με μια μόνο λέξη, την τουρκική yazik (= Κρίμα! Ντροπή).
Επομένως ο νέος με μόνο το εγχειρίδιο του Γυμνασίου είναι αδύνατο να λάβει ιστορική μόρφωση, εκτός αν έχει την τύχη να έχει έναν καλά καταρτισμένο καθηγητή. Πάντως η γυμνασιακή διδασκαλία είναι ανάγκη ν’ απαλλάσσεται συνεχώς από σκοπιμότητες, πολιτικές, θρησκευτικές ή ταξικές και ν’ αποβλέπει ιδίως στις τελευταίες τάξεις στην όσο το δυνατόν αντικειμενική αλήθεια, ώστε να βοηθεί και να προετοιμάζει τον νέο να σχηματίζει όσο το δυνατό αντικειμενική γνώμη και κρίση, και να τον κάνει υπεύθυνο πολίτη.
Ύστερ᾽ από τα λίγα αυτά, δεν είναι άξιο απορίας αν οι Έλληνες βγαίνουν ανιστόρητοι, όπως και αγεωγράφητοι, από τα σχολεία. Οι περισσότεροι Νεοέλληνες έχουν μόνο θαμπές αναμνήσεις από το γυμνασιακό εγχειρίδιο της Ιστορίας των Νέων Χρόνων ή από πανηγυρικούς λόγους ή από ανεύθυνα ιστορικά άρθρα εφημερίδων ή περιοδικών ή άλλα πρόχειρα δημοσιεύματα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να εκφέρουν γνώμη για το κάθε ζήτημα, στρατιωτικό, πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό κ.τ.λ. του παρελθόντος. Η έλλειψη αυτή των επαρκών βασικών ιστορικών γνώσεων είναι μια σοβαρή αιτία ημιμάθειας και οίησης, πείσματος και εμπάθειας.
2. Η σύγχρονη εικόνα του ανερμάτιστου των Ελλήνων στην Ιστορία δεν είναι και πολύ διαφορετική από εκείνη, που περιγράφει πριν από 120 περίπου χρόνια ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου Δημ. Βερναρδάκης στην «Επιστολιμιαία Βιβλιοκρισία» του τον Νοέμβριο του 1874 κρίνοντας τις «Ιστορικές Αναμνήσεις» του Ν.Δραγούμη: «Ότι μετά την θρησκευτικήν μάθησιν η Ιστορία είναι το μάλλον παρημελημένον μάθημα εν τη καθόλου εκπαιδεύσει ημών, είναι αλήθεια, την οποίαν ουδείς δύναται ν’ αρνηθή. Αλλά και απολυθείς εκ των σχολείων ο Έλλην σπανίως αναπληροί εξ ιδίας μελέτης την ιστορικήν ταύτην της εκπαιδεύσεώς του έλλειψιν. Συντελεί δε εις τούτο, εκτός των άλλων, και ιδιόρρυθμός της κλίσις του ημετέρου νεοελληνικού πνεύματος, όχι πολύ ανόμοιος πρός την των μεγάλων ημών προγόνων, εξ ης ορμώμενοι απεχθανόμεθα μεν παν ό,τι εμπειρικόν, τρεπόμεθα δε μεθ’ ηδονής ιδιαιτέρας πρός παν ό,τι θεωρητικώτερον. Επειδή δε το μέν πολιτικόν στάδιο είναι το θελκτικώτατον όνειρον παντός Έλληνος, εκ δε των εις αυτό αναγκαιοτέρων επιστημών της νομικής και της ιστορίας, η τελευταία, οσονδήποτε και αν πελεκηθεί υπό της φιλοσοφίας, μένει κατά μέγα μέρος άξεστος πάντοτε εμπειρική ύλη, έπεται ότι η νομική, όπως μάλιστα διεπλάσθη το σύνολον είδος αυτής υπό της φιλοσοφίας και του φυσικού δικαίου, ως παρέχουσα στάδιον ευρύ ένθεν μεν εις την θεωρίαν, ένθεν δε εις την σοφιστείαν, ήτις και αυτή είναι ουσιώδης ιδιότης του ελληνικού πνεύματος, έχει δι’ ημάς τους Έλληνας πολύ πλειότερα θέλγητρα. Το δε περίεργον είναι ότι όχι μόνο αγνοούσι και απεχθάνονται την ιστορίαν οι ημέτεροι πολιτικοί, αλλά τρέφουσι πρός αυτήν βαθυτάτην περιφρόνησιν… Αφ’ ου δε η ιστορική μάθησις είναι αναγκαία εις τους αναλαμβάνοντας να κυβερνήσωσι κράτη μεγάλα, ισχυρά και στερεώτατα, πολύ πλέον απαραίτητος είναι, νομίζω, εις τους κυβερνώντας κράτος μικρόν, ασθενές και κλονούμενον, εις τους διέποντας την τύχην έθνους πολυπαθούς, νεαρού και απείρου…». Ξεχνούν οι πολιτικοί μας τα επιγραμματικά λόγια του Πολυβίου· «…αληθινωτάτην… είναι παιδείαν και γυμνασίαν προς τας πολιτικάς πράξεις την εκ της ιστορίας μάθησιν…».
Έτσι με τις στοιχειώδεις τους γνώσεις οι νέοι είναι έρμαια των διαφόρων ιστορικών αναγνωσμάτων ή άρθρων που πέφτουν στα χέρια τους, ορισμένων βιβλίων με συνταρακτικούς τίτλους, τα οποία κατακλύζουν —τώρα τελευταία μάλιστα— τις προθήκες των βιβλιοπωλείων με τη φιλοδοξία ότι αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές των ιστορικών γεγονότων, ότι αποκαθιστούν την παραποιημένη ιστορία από τους ιστορικούς του «κατεστημένου»(!), ότι τους βάζουν γυαλιά κ.λ. Ρέπουν στην απλοποιητική, δήθεν κοινωνιολογική, ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων. Ακόμη και οι μορφωμένοι, απ’ όσα διάβασαν θυμούνται ελάχιστα γενικά και αυτά έχουν υπόψη τους και με αυτά κρίνουν το παρελθόν, απλά, σχηματικά και αυθαίρετα. Τα συμπεράσματά τους λοιπόν, για τα οποία εναβρύνονται, είναι επισφαλή. Λείπει η γνώση των λεπτομερειών με τα τόσα επιμέρους περίπλοκα ζητήματα, που αποτελούν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιστορικής επιστήμης και κάνουν τον ιστορικό πολύ επιφυλακτικό ως πρός την εξαγωγή γρήγορων πορισμάτων.
Ανερμάτιστοι λοιπόν καθώς είναι οι περισσότεροι αναγνώστες, παρασύρονται και αιχμαλωτίζονται από τα χτυπητά και θερμά λόγια των βιβλίων αυτών. Η κριτική στάση τους απέναντι στα γραπτά αυτά, αν λάβει κανείς υπόψη του την έλλειψη σχετικών γνώσεων και τον έντονο συναισθηματισμό τους, κάμπτεται και μειώνεται, ανάλογα βέβαια με την προσωπικότητα του καθενός. Συχνά ακόμη οι τάσεις των αναγνωστών προσανατολίζονται πρός τις ιδέες τους τις πολιτικές, όπως τις έχουν διαμορφώσει ζώντας μέσα στο στενό οικογενειακό περιβάλλον, κατά τις κατά παράδοση οικογενειακές πολιτικές πεποιθήσεις (άλλοτε οι πεποιθήσεις αυτές μεταδίδονταν, θα έλεγε κανείς, κληρονομικά), ή μέσα στις πολιτικές ομάδες, πράγμα που συμβαίνει τώρα συχνά, γιατί οι νέοι έχουν αποδεσμευθεί σχεδόν από τις επιδράσεις της οικογένειας.
Όπως και αν έχει το ζήτημα, το βέβαιο είναι ότι τώρα έχουν τις δικές τους ιδέες με τόσο ισχυρές πολιτικές αποκλίσεις πρός τα δεξιά, πρός το κέντρο ή πρός τα αριστερά, ώστε να μη μπορούν να σχηματίσουν νηφάλια κρίση για τα γεγονότα που μελετούν ή παρακολουθούν. Αντίθετα είναι διαποτισμένοι από το πάθος, από τη θρεμμένη από τη νεανική ορμή επιθετικότητα, ώστε είναι έτοιμοι να διαμφισβητήσουν ή να ειρωνευθούν και να διακωμωδήσουν όχι μόνο την αντίθετη γνώμη, αλλά και μικρή παρέκκλιση απ’ αυτή. Αλλά κάθε πάθος, κάθε έντονο συναίσθημα, ή αγάπη, το μίσος, η αντιπάθεια, η οίηση, η περιφρόνηση κ.λ., είναι πάγκοινα γνωστό (είναι το πρώτο βασικό μάθημα του σπουδαστή των ιστορικών και κοινωνικών επιστημών) ότι αλλοιώνει την αλήθεια, την κριτική μας ικανότητα. Αυτό δεν το έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει καλά. Μολονότι ισχυριζόμαστε ότι είμαστε δημοκράτες και υπέρ του διαλόγου, μένουμε στο βάθος αδιόρθωτοι εγωιστές, δογματικοί και τυραννικοί: περιμένουμε να διαβάσουμε ό,τι ανταποκρίνεται στις προσωπικές μας αντιλήψεις, στα προσωπικά μας αισθήματα («Πες μου ό,τι αγαπώ και το πιστεύω» ήταν πολύ διαδεδομένη παροιμία στα χρόνια της Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο). Αλλιώς δυσαρεστούμαστε και γινόμαστε καχύποπτοι, σχεδόν εχθρικοί απέναντι του συγγραφέα, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, οποιαδήποτε εχέγγυα αξιοπιστίας και αν παρουσιάζει. Αποκλίνουμε μόνο πρός τους ομοϊδεάτες μας και δεχόμαστε μόνον ό,τι αυτοί γράφουν, είτε είναι δεξιοί, κεντρώοι, ή αριστεροί, αν δηλαδή είναι συνειδητά ενταγμένοι σε κάποια από τις πολιτικές παρατάξεις. Με αυτούς μας αρέσει να συζητούμε, να κάνουμε συντροφιά και ν’ αντιμετωπίζουμε τα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Αλλιώς, αν ο συνομιλητής μας έχει δικές του γνώμες ή απόψεις, είναι απόβλητος, αποσυνάγωγος! Και θέλουμε να λεγόμαστε δημοκράτες!
Ο ιστορικά όμως σκεπτόμενος και πολύ περισσότερο ο ιστορικός, που οπωσδήποτε από δικές του παρατηρήσεις ή συζητήσεις με αξιόλογα πρόσωπα διαφόρων κομμάτων ή από συγκριτική μελέτη βιβλίων ή άρθρων, έχει καταλήξει και διαμορφώσει δική του γνώμη και σύμφωνα με αυτή θα προκρίνει το κόμμα της αρέσκειάς του, κατά τις αντιλήψεις του, και θα δώσει την ψήφο του στις εκλογές (επομένως κατά κάποιο τρόπο θα «πολιτικοποιηθεί», κατά την τόσο προσφιλή και συνηθισμένη σήμερα λέξη), πρέπει να ξεπεράσει την παραπάνω δυσάρεστη ομαδοποίηση και στεγανή πολιτικά απομόνωση, αν θέλει να μείνει πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, να βοηθεί τον τόπο, να επικοινωνεί με αγάπη με τους συμπολίτες του και να συμβάλλει στη δημιουργία μιας αληθινής δημοκρατίας, που να είναι γέννημα δικό μας, που να μην έχει να ζηλέψει τίποτε από τις δημοκρατίες των άλλων κρατών. Ας έχουμε στο μυαλό μας τα αθάνατα λόγια του Περικλή, του τόσον περήφανου για την αθηναϊκή δημοκρατία:
«Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν …» (Θουκ. II, 37-38).
Ζώμεν τωόντι υπό πολίτευμα, το οποίον δεν επιζητεί ν’ αντιγράφη τους νόμους των άλλων, αλλ’ είμεθα ημείς μάλλον υπόδειγμα εις τους άλλους παρά μιμηταί αυτών. Και καλείται μεν το πολίτευμά μας δημοκρατία, λόγω του ότι η κυβέρνησις του κράτους ευρίσκεται όχι εις χείρας των ολίγων, αλλά των πολλών. Αλλά δια μεν των νόμων ασφαλίζεται εις όλους ισότης δικαιοσύνης δια τα ιδιωτικά των συμφέροντα … (μετάφραση)
Το παράδειγμα ενός τέτοιου «πολιτικοποιημένου» και όχι «κομματικοποιημένου», αλλά ελεύθερου ανθρώπου, μας το δίνει ο Μακρυγιάννης, η μεγάλη εκείνη ευαίσθητη ψυχή, που νοιαζόταν και έπασχε για τους συνανθρώπους του, και ο οποίος πολύ νωρίς είχε αντιληφθεί την ανάμειξη των μεγάλων δυνάμεων στα εσωτερικά μας, ανάμειξη που τη διευκόλυνε τότε η δική μας αμάθεια και το πάθος μας: «…Όταν ο φτωχός Έλληνας, γράφει, τον καταπολέμησε (τον σουλτάνο), ξυπόλητος και γυμνός…, τότε πολέμαγε και μ᾽ εσένα τον χριστιανό —με τις αντενέργειες και τον δόλο σου και την απάτη σου κ᾽ εφοδίασμα τις πρώτες χρονιές των κάστρων… Ύστερα μας γιομώσατε φατρίες —ο Ντώκινς μας θέλει Άγγλους, ο Ρουγάν Γάλλους, ο Κατακάζης Ρούσους· και δεν αφήσατε κανένα Έλληνα— πήρε ο καθένας το μερίδιό του· και μας καταντήσατε μπαλαρίνες σας και μας λέτε ανάξιους της λευτεριάς ότι δεν την αιστανόμαστε…». Μακάρι να φτάναμε στην ελεύθερη στάση αυτού του απλού αγωνιστή του ᾽21, ο οποίος ως μόνα του εφόδια είχε τις ελάχιστες, αλλά γόνιμες ιστορικές γνώσεις του, και πρό πάντων την οξεία παρατήρηση και το κοφτερό μυαλό του!
3. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος της κακοδαιμονίας μας, των εθνικών μας συμφορών, οφείλεται στην έλλειψη ιστορικών γνώσεων, που αποτελούν μαθήματα πολύτιμα, διδάγματα αιώνια για την επιβίωσή μας στο μέλλον, ιδίως για τους ηγέτες μας, και εννοώ κυρίως τους πολιτικούς και στρατιωτικούς, γιατί αυτοί πρό πάντων διαχειρίζονται τις τύχες του έθνους. Οι θετικές ιστορικές γνώσεις —και όχι η φτηνή πατριδοκαπηλική ρητορεία— πρέπει να είναι η απαραίτητη και συνεχής τροφή τους, το μάνα τους. Η συστηματική μελέτη της Ιστορίας, ιδίως από καλά και μεγάλα συνθετικά έργα, μας δίνει συμπυκνωμένη την εμπειρία και τη σοφία πεντάδιπλης ζωής, αιώνων ολόκληρων, θα έλεγα. Κι αυτά δυστυχώς (εννοώ τα σύγχρονα) μας λείπουν. Αποφεύγω ν᾽ αναλύσω το δικό μου συνθετικό έργο «Ιστορία του Ν. Ελληνισμού», τ. 1-6 (1204-1825), με τις «Πηγές» του, τ. 1-2, και να το υπερασπίσω. Το έργο μου αυτό το έχω αφήσει στην κρίση των άλλων. Προσωπικά όμως θέλω να πιστεύω ότι «ξανάγραψα» την ιστορία των χρόνων που διαπραγματεύομαι απλώνοντας τη ματιά μου σε ευρείς ορίζοντες, εξετάζοντας οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά φαινόμενα και βασιζόμενος σε όσο το δυνατόν μεγάλυτερο πλήθος από ποικίλες και ποικιλόγλωσσες πηγές και βοηθήματα, εδραιωμένα όλα σε όσο το δυνατόν συστηματικότερη μεθοδολογικά υποδομή. Περισσότερο δεν μου επιτρέπεται να προχωρήσω.
Οπως για κάθε επιστήμη, έτσι και για την Ιστορία —πολύ περισσότερο μάλιστα γι᾽ αυτήν— σημασία δεν έχει μόνο η αναζήτηση της αλήθειας (η αλήθεια για την αλήθεια), αλλά και τα διδάγματα απ᾽ αυτήν, οι πρακτικές εφαρμογές της στην πολιτική μας ζωή, στην κοινωνία μας, στην αναστροφή μας με τους συνανθρώπους μας, αν θέλουμε πραγματικά να συνειδητοποιήσουμε την ωφελιμιστική της προσφορά στην ανθρωπότητα και ν᾽ αποβλέψουμε με σταθερότητα σ᾽ ένα καλύτερο μέλλον. Μιλώντας σχετικά στον Β’ τόμο της «Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού» για τη μεγάλη αποστολή του ιστορικού έγραφα το 1964 τα εξής για τη μελέτη της περιόδου της τουρκοκρατίας: «Η διερεύνηση και αφήγηση των γεγονότων της εποχής αυτής, μιας εποχής γεμάτης από ποικίλων ειδών καταπιέσεις, δεν εμπνέεται από αισθήματα πάθους ούτε και από την επιθυμία να γεννήσει αισθήματα μίσους, αλλά από τη μεγάλη αποστολή και το καθήκον του ιστορικού ν᾽ αναζητήσει και ν᾽ αποκαταστήσει την αλήθεια, από την επιθυμία να βοηθήσει τον συνάνθρωπό του ν᾽ αντλήσει διδάγματα από την πικρή πείρα του παρελθόντος. Για να το πετύχει όμως αυτό η επιστήμη, πρέπει ν᾽ αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη σύνθεση της ιστορίας με αντικείμενό της γενικά τον άνθρωπο, όχι μόνο τον ξεχωριστό, τον ήρωα ή τα ανώνυμα πλήθη στη δράση τους.
Προς τί η προσοχή μας να στρέφεται μόνο πρός τον ήρωα, πρός τον αρχηγό ή πρός τις μάζες που γίνονται αγελαίες, όταν γοητεύονται ή τρομοκρατούνται και κυριαρχούνται απ᾽ αυτόν, ή μόνο πρός τις ψυχρές στατιστικές που —με όλη τους τη μεγάλη προσφορά ως θετικών στοιχείων στην ιστορική επιστήμη— μόνες τους δεν είναι δυνατόν να δώσουν πνοή στο χθές;
Δεν υπάρχουν τα άλλα επιφανή ή κάποτε και άσημα και ανώνυμα πρόσωπα, που έσπειραν κι᾽ αυτά τις ιδέες τους, πολλές από τις οποίες έγιναν ασφαλώς κτήματα ή και μηνύματα των μεγάλων, των ηρώων;
Δεν επηρέασαν κι αυτά την ιστορική πορεία;
Δεν υπάρχουν οι απλοί άνθρωποι του λαού, που —όταν δεν είναι μάζα— δρούν αυτόβουλα, κινούνται, εργάζονται, πιστεύουν, αμφιβάλλουν, υποφέρουν, βρίσκουν τον δρόμο τους ή απελπίζονται;
Το δράμα τους αυτό στα μύχια της ψυχής τους, και γενικά το δράμα του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας, δεν αξίζει να διερευνηθεί, για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον;
Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι ο απώτατος σκοπός της Ιστορίας παρά να βοθήσει την ανθρωπότητα, τον κάθε άνθρωπο, να συνειδητοποιήσει καλά μέσα του, έστω κι ένα μέρος από την εμπειρία του παρελθόντος, των προγόνων του και να χρησιμοποιήσει το μεγάλο αυτό κέρδος στην αναστροφή του με τους συνανθρώπους του;
Το έργο αυτό της Ιστορίας δεν αποτελεί ένα συνεχές κήρυγμα αυτογνωσίας του ατόμου και αυτοσυνειδησίας της ανθρωπότητας με αισιόδοξη προοπτική για ένα καλύτερο αύριο;».
4. Κι έτσι τώρα ερχόμαστε στο ερώτημα: με ποιά μέσα θ’ αναπτύξουμε την ιστορική μόρφωση και αντίληψη του λαού; Ας αρχίσω απ᾽ εκείνα που είναι μάλλον αυτονόητα ή χρειάζονται λιγότερη ανάπτυξη, για να καταλήξω στα σπουδαιότερα. Αφήνω κατά μέρος τους πανηγυρικούς λόγους, γιατί έχουν μέσα τους, απ’ αυτή τη φύση τους, την υπερβολή, τον τονισμό ορισμένων σημείων, την πατριωτική έξαρση. Γι αυτό νομίζω πως είναι καλοί μόνο για τις ημέρες των επετείων, αρκεί να μην ξεπερνούν τα επιτρεπόμενα όρια και να μη καταντούν κούφια και μεγαλόστομη ρητορεία, χωρίς κανένα βαθύτερο φρονηματιστικό σκοπό, όπως γίνεται τις περισσότερες φορές τον τόπο μας.
Ως προς τα μέσα της μαζικής ενημερώσεως, εννοώ τον Τύπο και την Τηλεόραση, θα είχα να παρατηρήσω τα εξής, που αποτελούν προσωπικές μου απόψεις. Θα είχα να συστήσω στους συμπατριώτες μου να διαβάζουν τις πολιτικές απόψεις και σχόλια δύο διαφόρων —αντίθετων παρατάξεων— εφημερίδων, οι οποίες όμως να μη διακρίνονται για τους συνταρακτικούς των τίτλους και την οξεία, την επιθετική φρασεολογία τους, γιατί όλ᾽ αυτά αναστατώνουν την ψυχική διάθεση του αναγνώστη, εννοώ του μέσου αναγνώστη, του ανατρέπουν την ηρεμία, τον προδιάθετουν φιλικά ή εχθρικά απέναντι προσώπων ή καταστάσεων (κατά την αντίληψη του απλού ανθρώπου: «ό,τι είναι γραμμένο είναι πιστευτό») και επομένως ή του αφαιρούν την κριτική ικανότητα ή τουλάχιστον του κλονίζουν την εμπιστοσύνη. Ανάλογα είναι συχνά και τα ιστορικά δημοσιεύματα ή άρθρα δικών μας ή ξένων δημοσιογράφων, που δεν είναι άμοιρα κάποτε από ιστορικά σφάλματα ή ακρισίες. Κάποτε μάλιστα εμφανίζονται άρθρα ξένων για δικά μας πράγματα, οι οποίοι διαφημίζονται σε προλογικά σημειώματα ως ειδικοί στα θέματα, με τα οποία ασχολούνται, αλλά τα άρθρα τους ή «κομίζουσι γλαύκα εις Αθήνας» ή είναι γεμάτα ανακρίβειες. Η εμπιστοσύνη μας μάλιστα αυτή στους ξένους —άλλο είδος ξενομανίας αυτό— φθάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να δημοσιεύεται αμέσως ό,τι αναγγέλλεται από το «Associated Press» ή άλλο ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο ή είδηση π.χ. για την τάδε ανακάλυψη ενός ξένου φυσικά αρχαιολόγου ή ιστορικού (για να περιοριστώ στους κλάδους μας αυτούς), ενώ αποσιωπούνται οι ανακαλύψεις ή τα επιτεύγματα λαμπρών Ελλήνων επιστημόνων, γιατί από σεμνότητα δεν διατυμπανίζουν τις επιτυχίες τους. Ή γίνεται παρουσίαση έργων φιλικών προσώπων. Για τους άλλους βέβαια ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πάντως είναι αλήθεια ότι ορισμένα ιστορικά δημοσιεύματα του Τύπου συντελούν στην ιστορική μόρφωση του λαού, όταν βέβαια γράφονται με σεβασμό ή με κάποιο σεβασμό προς την αλήθεια και λαμβάνονται υπόψη και τα στοιχεία της άλλης πλευράς.
Από την Τηλεόραση ξεχωρίζω ως άριστο διδακτικό μέσο για τη λαϊκή επιμόρφωση τις ομιλίες των ειδικών ή αξιόλογων ερασιτεχνών ιστορικών ή ακόμη πιο πολύ τις «Ομιλίες της Στρογγυλής Τράπεζας», όπου η συμμετοχή πολλών ομιλητών με τον λόγο και τον αντίλογο και με τις θετικές γνώσεις τραβούν το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Το υψηλό επίπεδο της ομιλίας και η ευπρέπεια του διαλόγου φρονηματίζουν αναμφίβολα τους θεατές.
Τα ιστορικά όμως κινηματογραφικά σενάρια δεν νομίζω ότι προσφέρουν καμιά υπηρεσία, εκτός από την πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Συχνά μάλιστα διαστρεβλώνουν και τις λίγες θετικές ιστορικές γνώσεις των τηλεθεατών, γιατί τους κάνουν να νομίζουν ότι τα γεγονότα πραγματικά έτσι εξελίχθηκαν και ότι έτσι διαμείφθηκαν οι ζωηροί και δραματικοί διάλογοι, που όμως βγήκαν μόνο από τη φαντασία του σεναριογράφου. Τα κινηματογραφικά αυτά έργα είναι ό,τι οι vies romancées των μυθιστοριογράφων, αλλά σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Με αυτές τις ταινίες έχουμε πραγματικά «μυθοποίηση» της Ιστορίας.
Χρήσιμες και θετικές πληροφορίες προσφέρουν οι ταινίες εκείνες, που προέρχονται από συναρμολόγηση παλιών επικαίρων με σκοπό ν᾽ αποδώσουν ζωντανά τα περασμένα γεγονότα, αρκεί όμως η σύνδεση αυτών να μην αποβλέπει στην προκατάληψη και στη δημιουργία εντυπώσεων με τη σκόπιμη επιλογή των κατάλληλων σκηνών. Τέτοιες ωραίες ταινίες, γαλλικές ή αγγλικές, ακόμη και ορισμένες καλές ελληνικές, είδαμε στην Τηλεόραση τα τελευταία χρόνια. Πολύ ωφέλιμες επίσης είναι οι περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, η γνωριμία μας όχι μόνο με τους τόπους, αλλά και με τους ανθρώπους, με τα επαγγέλματά τους, με τις σκέψεις, με τα όνειρά τους. Η Γεωγραφία είναι η αδελφή της Ιστορίας. Με τις περιηγήσεις αυτές συνδέονται βέβαια και οι επισκέψεις των ποικίλων κατά τόπους μουσείων, των αρχαίων κλασσικών μνημείων, των βυζαντινών εκκλησιών, των «αρχοντικών», με την ανάλυση των αρχιτεκτονικών και ζωγραφικών τους στοιχείων κ.λ. Ο σχολιασμός όμως να γίνεται όχι πρόχειρα, αλλά ύστερα από ευσυνείδητη μελέτη των θεμάτων με βοηθήματα τα έργα των ειδικών ερευνητών.
Επάνω όμως απ’ όλα αυτά τα μέσα για τη μόρφωση της ιστορικής αντιλήψεως του λαού θεωρώ τα βασικά συνθετικά έργα της ελληνικής ιστορίας, τα έργα μεγάλης πνοής, τα γερά τεκμηριωμένα σε πλήθος πηγών και βοηθημάτων, ποικίλων προελεύσεων (ελληνικών, δυτικοευρωπαϊκών, βαλκανικών, ανατολικοευρωπαϊκών και τουρκικών) και απόψεων και τάσεων ως πρός το περιεχόμενό και την ιδεολογία. Παρατηρούσα παλαιότερα ότι τα περισσότερα νεώτερα μεγάλα συνθετικά ιστορικά έργα παρουσιάζουν σοβαρά μειονεκτήματα ως πρός την αφθονία, την οικονομία και την επεξεργασία της ιστορικής ύλης, ως πρός την κριτική έκθεση και αξιολόγηση των γεγονότων, δηλαδή ως πρός την αντικειμενικότητα, και ιδίως ως πρός τη βιβλιογραφική ενημερότητα. Κυριαρχεί δηλαδή σ’ αυτά η προχειρότητα, η τσαπατσουλιά και η έλλειψη αυστηρού ερευνητικού πνεύματος.
Αν θέλουμε να κατονομάσουμε μερικά από τα βιβλία αυτά, πρέπει να περιοριστούμε —για άρση παρεξηγήσεων— στα έργα συγγραφέων που έχουν από χρόνια πεθάνει και επομένως η κρίση μας μπορεί αναμφισβήτητα να θεωρηθεί νηφάλια. Τέτοια είναι —παρά τις επί μέρους αρετές τους— η «Ιστορία της Ελλάδος 1453-1862» του Π. Καρολίδη, η «Ελληνική Επανάστασις» του Δ. Κοκκίνου, η «Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία» του Γ. Κορδάτου, η «Πολιτική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως» του Τ. Πιπινέλη κ.α. Δεν θέλω να υπεισέλθω σε άλλες λεπτομέρειες, εκτός από αυτά τα γενικά που τόνισα λίγο παραπάνω. Τα μεγάλα συνθετικά έργα θέλουν πολλά χρόνια εξαντλητικής έργασίας για τη συλλογή του υλικού, για την προσεκτική ταξινόμηση και επεξεργασία του, χωρίς να προσθέσουμε και τη μεγάλη τελική προσπάθεια για τη σύνθεση, για την κατά το δυνατόν ακριβή και ζωντανή αναπαράσταση των περασμένων.
5. Είναι αλήθεια ότι μεγάλες δυσκολίες παρουσιάζονται κατά την έκθεση των γεγονότων στη νεώτερη και ιδίως στην πρόσφατη ιστορία. Είναι δυνατόν να διδαχθεί αυτή στα σχολεία και στα πανεπιστήμια; Η θέση του διδάσκοντος είναι πραγματικά πολύ λεπτή όχι μόνο γιατί ο ίδιος πρέπει να έχει ήδη αποκτήσει την φήμη ήρεμου, αντικειμενικού και προικισμένου με πολλά πνευματικά προσόντα δασκάλου, αλλά και γιατί έχει ν’ αντιμετωπίσει τις αποκρυσταλλωμένες κιόλας από ο σπίτι του ή έστω και από το πρόχειρο δικό του διάβασμα αντιλήψεις του νέου για τις ευθύνες του α ή β προσώπου ή πολιτικού κόμματος και τη συναφή με αυτά θέματα υπερθέρμανση της ζεστής κιόλας από τα ελληνικά νιάτα ατμόσφαιρας της τάξης. Έχω προσωπική αντίληψη του πράγματος, γιατί τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας μου εργάστηκα ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, δίδαξα ιστορία στις δύο τελευταίες τάξεις και δεν δίσταζα να προχωρώ τότε στην εξιστόρηση των προπολεμικών γεγονότων. Συνέβαινε όμως να έχω κάποτε κάποιες συναισθηματικές αντιδράσεις ορισμένων μαθητών ή μαθητριών, που μετέφεραν στο σχολείο τις ιδέες κυρίως των γονέων τους. Θυμούμαι μάλιστα ακόμη το συγκροτημένο κλάμα μιας καλής μαθήτριας, γιατί νόμισε ότι με τη διδασκαλία μου είχε μειωθεί η σημασία ενός ηγετικού προσώπου που ως τότε είχε λατρέψει.
Τα πράγματα θα είναι βέβαια πολύ δυσκολώτερα τώρα, ύστερα από τη φοβερή αναταραχή των 40 τελευταίων χρόνων. Μολαταύτα νομίζω πως ένας πολύ ικανός και ήρεμος γυμνασιακός ή πανεπιστημιακός ιστορικός μπορεί να διδάξει τα τελευταία γεγονότα μέσα σ᾽ ένα πλαίσιο μαθημάτων γενικής ιστορίας π.χ. μετά το 1897, εκθέτοντας τα τελευταία γεγονότα χρονογραφικά, εφόσον μάλιστα η απόστασή μας απ’ αυτά είναι μικρή, τα πάθη μεγάλα και οι πηγές που διαθέτουμε ακόμη είναι ανεπαρκείς. Πόσοι όμως είναι οι ιστορικοί αυτοί που διαθέτουν τα κατάλληλα πνευματικά και ψυχικά προσόντα για τη διδασκαλία αυτή; Και είναι βέβαιοι ότι δεν θα αντιμετωπίσουν την εμπαθή επιθετικότητα ορισμένων ακροατών τους, ή τις κακής πίστεως παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις;
Είναι βέβαια αλήθεια ότι στα ξένα πανεπιστήμια δίνονται ακόμη και θέματα πρόσφατης ιστορίας για διδακτορικές διατριβές. Εκεί οι αντικειμενικοί όροι είναι πολύ διαφορετικοί από της Ελλάδας, τα θέματα είναι ψυχρά για τους ξένους, και οι καθηγητές της ιστορίας είναι πολλοί, αποτελούν ειδικά, ανεξάρτητα τμήματα. Έπειτα έχουν —στις πρωτεύουσες μάλιστα— προσιτά τα διάφορα Αρχεία, όπου οι υποψήφιοι διδάκτορες μπορούν να εργαστούν επάνω στο ανέκδοτο υλικό.
Σήμερα οι Σχολές των Πανεπιστημίων μας περνούν μια κρίση· θα έλεγα όλες οι ανώτατες σχολές του κόσμου, επειδή τίποτε σ’ αυτόν τον πλανήτη δεν είναι στεγανά απομονωμένο: κρίση ιδεών, πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, κρίση μεθόδων διδασκαλίας και παροχής γνώσεων, κρίση που έγινε σφοδρά αισθητή και στη χώρα μας ύστερα από την επιβολή της δικτατορίας, σε μια χώρα που είχε μάλιστα αγωνιστεί από τις πρώτες στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τώρα τα πράγματα —εννοώ τα εσωτερικά— ηρεμούν, γίνονται επιτροπές, συντάσσονται νέα προγράμματα διαρθρώσεως της Παιδείας μας και βρισκόμαστε σε μια περίοδο ζυμώσεων και προσδοκιών για την πραγματοποίηση νέων στόχων, που ν’ ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις της επιστήμης και στις νέες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Ανάγκη είναι να ετοιμαστούμε γι᾽ αυτά όχι με λόγια, με προχειρότητες, με συνθήματα που καμουφλάρουν φιλοδοξίες δικές μας ή φίλων μας, με τους οποίους συνδεόμαστε ιδεολογικά, αλλά με σύντονη εργασία, με προσοχή στο καθήκον, με την προσπάθεια πραγματικών δημοκρατών. Γιατί η δημοκρατία δεν είναι μια απλή λέξη που την πιπιλίζουμε διαρκώς στο στόμα για επίδειξη και ανάδειξή μας· είναι κοσμοθεωρία, τρόπος ζωής, ανθρωπιά, ειλικρινής και ευγενική συμπεριφορά πρός τον καθένα, και πρώτα-πρώτα προς τον διπλανό μας.
Εκείνο που προβλέπω ότι θα δυσκολέψει το έργο των Πανεπιστημίων μας στο μέλλον, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, είναι η οργάνωση των μεταπτυχιακών σπουδών, ή σπουδών για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος, οι οποίες πρέπει να διευρυνθούν. Τα όσα γίνονται σήμερα δεν είναι ικανοποιητικά. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση χωλαίνει σημαντικά. Οι καθηγητές και οι επίκουροί τους που διδάσκουν στα Πανεπιστήμια με αρκετά αυξημένο τον αριθμό των ωρών διδασκαλίας, πνιγμένοι καθώς είναι και από τις άλλες απασχολήσεις τους, αλλά ιδίως από απροθυμία και αδυναμία για την ανάληψη σκληρής εργασίας, δεν είναι δυνατόν να επαρκέσουν ευσυνείδητα και στις μεταπτυχιακές σπουδές ή και για την απόκτηση διδακτορικού διπλώματος.
Έτσι, οι υποψήφιοι για πολλούς και διάφορους λόγους, που εκθέτω στο πρώτο μέρος του βιβλίου μου, αποπέμπονται ή θα τυραννιούνται επί χρόνια. Μόνο με γενναίες αποφάσεις και ριζικές αναδιαρθρώσεις είναι δυνατόν να οργανωθούν μεταπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα, για να είναι βέβαια άξιες του ονόματος και όχι, όπως γίνονται τώρα, πρόχειρες, ασήμαντες. Ίσως καλά οργανωμένα Ινστιτούτα θα μπορούσαν να συμβάλουν στη λύση του προβλήματος.
Τί χρειάζεται λοιπόν για τη σωστή ιστορική διαπαιδαγώγηση του λαού μας;
Οργάνωση των ιστορικών σπουδών. Και πρώτα-πρώτα, στη Μέση Παιδεία. Για την καλή διδασκαλία της Ιστορίας απαιτούνται πολλές προϋποθέσεις, που δεν υπάρχουν σχεδόν σήμερα, μα που πρέπει να δημιουργηθούν, αν θέλει να πάει η χώρα μας μπροστά.
1. Καλή ειδίκευση των φοιτητών στην Ιστορία με κέντρο βάρους, κατά την κλίση του υποψηφίου, την αρχαία, τη μέση ή τη νεώτερη. Τέτοια ειδίκευση γίνεται από χρόνια τώρα σε άλλα κράτη.
2. Μετεκπαίδευση διετή των φιλολόγων ιστορικών σε ειδικό Κέντρο ή Ίδρυμα Ιστορικών Σπουδών, που όμως δεν υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα.
3. Καλά ιστορικά σχολικά εγχειρίδια γραμμένα από εγνωσμένης αξίας ιστορικό ή ομάδα ιστορικών με συμμετοχή παιδαγωγού.
4. Βιβλία πηγών με χαρακτηριστικά κείμενα, ή και μεταφράσεις που να φέρουν τον μαθητή σε άμεση επαφή με την εποχή που μελετά, και χρησιμοποίηση αυτών κατάλληλα από τον γυμνασιακό καθηγητή και από τον μαθητή.
5. Ιστορικοί χάρτες, που να δείχνουν όχι μόνο τους τόπους μαχών, αλλά και την οικονομική κατάσταση του τόπου, τις μετακινήσεις πληθυσμών κ.λ.
6. Καλοί και φτηνοί ιστορικοί άτλαντες σε κοινό χαρτί, με μεγάλο ή και μικρό σχολιασμό, τους οποίους δεν έχουμε. Οι μαθητές πρέπει να έχουν οικείωση όχι μόνο με τους γεωγραφικούς, αλλά και με τους ιστορικούς χάρτες και άτλαντες και να γίνεται συχνή αναφορά σ’ αυτούς από τον καθηγητή, ο οποίος θα επικαλείται και τις γνώσεις των μαθητών από το μάθημα της γεωγραφίας. Να καταδεικνύεται πόσο μεγάλη σπουδαιότητα έχει η επίκαιρη γεωγραφικά θέση μιας χώρας ή και μιας περιοχής ακόμη στην ανάπτυξη και εξέλιξη του πολιτισμού της και στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Να εξετάζεται ακόμη αν ο ίδιος γεωγραφικός παράγοντας έχει πάντοτε την ίδια σημασία. Η εξέταση των μαθητών επάνω στον ιστορικό, αλλά και στον γεωγραφικό χάρτη, να είναι συχνή και συστηματική, όχι φευγαλέα και επιπόλαιη.
Ένα Ίδρυμα Ιστορικών Σπουδών επανδρωμένο με κατάλληλους επιστήμονες και ειδικούς της Ιστορικής Γεωγραφίας θα πρέπει να ασχοληθεί με την αντιμετώπιση των παραπάνω αναγκών και να εφοδιάζει τα σχολεία, ακόμη τους καθηγητές και μαθητές με τα απαραίτητα βοηθήματα. Θα πρέπει ακόμη ν’ αναλαμβάνει και κατάλληλες εκλαϊκευτικές, φτηνές, αλλά σοβαρές (στηριγμένες στα πορίσματα των ιστορικών ερευνών), εκδόσεις για τη μόρφωση ή επιμόρφωση και ιστορική διαπαιδαγώγηση του λαού. Έχουμε χιλιάδες εκπαιδευτικούς επιφορτισμένους με τη γενική εκπαίδευση των παιδιών μας. Μια δεκάδα ή δωδεκάδα επιστημόνων ιστορικών που να εργάζεται μέσα σ’ ένα τέτοιο ειδικό Ίδρυμα με στόχους καθαρά ερευνητικούς, αλλά και πρακτικούς, για την επιδίωξη ενός μεγάλου σκοπού, όπως η ιστορική διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων, νομίζω ότι αξίζει μια μικρή πρόσθετη δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, από τον οποίο άλλωστε χρηματοδοτούνται τόσα άλλα και ποικίλα Ιδρύματα. Δεν ξέρω τι γίνεται σχετικά στις άλλες χώρες, αλλά είναι καιρός πια ν’ αποβλέπουμε στη λύση των δικών μας προβλημάτων με σκέψεις δικές μας και να κινούμαστε με φαντασία δημιουργική και όχι να μιμούμαστε απόλυτα τους ξένους μην έχοντας εμπιστοσύνη στην κρίση μας. Αυτό προδίδει πνευματική νωθρότητα, αναπηρία, καταβολή ελάσσονος κόπου και προχειρότητα.
Αυτές είναι οι κύριες σκέψεις μου επάνω σ’ ένα θέμα καίριο και σπουδαίο της ζωής μας, για το οποίο καλό είναι ν’ ακουστούν και οι γνώμες άλλων επιστημόνων, θέμα ευρύτατο, για το οποίο αξίζει να γενικευθεί η συζήτηση, γιατί η ιστορική επιστήμη αποκρυσταλλώνει την ιστορική μνήμη —ας μου επιτραπεί η έκφραση— και τη διατηρεί νωπή, διαυγή, έτοιμη για διδάγματα για τις ερχόμενες γενιές. Επομένως η γνώση της ιστορίας είναι ασύγκριτα πολύτιμο εφόδιο για τον άνθρωπο, γιατί τα κέρδη μας από τη γόνιμη και απαλλαγμένη από πάθη αναστροφή μαζί της είναι μεγάλα: δεν είναι μόνο η διεύρυνση του πνευματικού μας ορίζοντα, η χαλύβδωση της υπομονής μας, αλλά και ένα διαρκές μάθημα, μια συνεχής παραίνεση για ανθρωπιά, ευθύτητα, ειλικρίνεια και ελευθερία. Ακόμη τα διδάγματα της Ιστορίας, αν αφομοιόνονται —κι αυτού πρέπει να κατατείνει η διδασκαλία της— έχουν τεράστια σημασία για την αγωγή των πολιτών: ωριμάζουν τη σκέψη, διαμορφώνουν υγιή πολιτική συνείδηση και δημιουργούν ψύχραιμους και συνετούς πολίτες, ικανούς ν’ αντιμετωπίζουν με φρόνηση και αποφασιστικότητα τα κρίσιμα ατομικά και εθνικά γεγονότα.
chilonas.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου