Η συστηματική αποδόμηση της εθνικής ενεργειακής κυριαρχίας στο όνομα μιας υποκριτικής «πράσινης» βιτρίνας
Η ενεργειακή πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έχει μετατραπεί σε εγχειρίδιο αυτοϋπονόμευσης ενός ολόκληρου κράτους. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, η Ελλάδα που άλλοτε εξασφάλιζε την ενεργειακή της αυτάρκεια με δικούς της πόρους, έγινε ενεργειακά εξαρτημένη, εισαγόμενη και οικονομικά αιμορραγούσα.
Πρόκειται για ένα παράδοξο που ξεπερνά τα όρια του παραλογισμού: η χώρα που υπήρξε από τις πλουσιότερες της Ευρώπης σε κοιτάσματα λιγνίτη, κλείνει τα εργοστάσιά της, εξάγει το καύσιμό της στα Σκόπια, και στη συνέχεια αγοράζει πίσω το ρεύμα που παράγεται από αυτόν – πληρώνοντας πολλαπλάσια τιμή. Ένα ενεργειακό μπούμερανγκ με τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος, που φορτώνεται κάθε μήνα στους λογαριασμούς των πολιτών.
Η κυβέρνηση παρουσίασε την απολιγνιτοποίηση ως δείγμα «προοδευτικού εκσυγχρονισμού» και «πράσινης μετάβασης». Στην πράξη, όμως, έδρασε βιαστικά, χωρίς σχέδιο και χωρίς εναλλακτικές λύσεις. Αντί να ακολουθήσει μια σταδιακή πορεία μετάβασης, με επαρκή υποκατάσταση της λιγνιτικής ισχύος, έσπευσε να διαλύσει τη βάση της ελληνικής ενεργειακής αυτονομίας για να ικανοποιήσει τις ευρωπαϊκές βιτρίνες των «πράσινων» δεσμεύσεων.
Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν παραγωγικές μονάδες πριν δημιουργηθούν οι απαραίτητες υποδομές αποθήκευσης και αντικατάστασης – ένα ενεργειακό κενό που καλύφθηκε με εισαγωγές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις δεν υπαγορεύτηκαν από εθνική στρατηγική, αλλά από πολιτικό εντυπωσιασμό και εξυπηρέτηση συμφερόντων. Η Ελλάδα έσπευσε να παρουσιάσει στον ΟΗΕ το 2019 μια εξαγγελία πλήρους κατάργησης του λιγνίτη έως το 2028, χωρίς να διαθέτει ούτε χάρτη πορείας για εναλλακτικά μέσα, ούτε υπολογισμένα οικονομικά σενάρια.
Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο: κατάρρευση του λιγνιτικού τομέα, αποβιομηχάνιση της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας και εκτόξευση της εξάρτησης από ξένες αγορές. Η χώρα έπαψε να παράγει φθηνή ηλεκτρική ενέργεια από δικούς της πόρους και άρχισε να πληρώνει πανάκριβα για να αγοράζει το ίδιο αγαθό από το εξωτερικό.
Και δεν είναι απλώς θέμα τιμών. Είναι θέμα κυριαρχίας. Η ενεργειακή ανεξαρτησία ενός κράτους αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της εθνικής του ασφάλειας. Χωρίς αυτήν, η χώρα καθίσταται ευάλωτη σε κάθε εξωτερική κρίση, σε κάθε διεθνή αναταραχή και σε κάθε γείτονα που μπορεί να εκμεταλλευτεί την ανάγκη της.
Το ενεργειακό έλλειμμα μετατρέπεται αυτομάτως σε πολιτικό μοχλό πίεσης. Και αυτό είναι που κάνει το ελληνικό παράδοξο ακόμη πιο επικίνδυνο: η Βόρεια Μακεδονία, που παραδοσιακά εξαρτιόταν από την ελληνική αγορά, σήμερα εξάγει ηλεκτρική ενέργεια στην Ελλάδα, αποκομίζοντας εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ από την πώληση ρεύματος που παράγεται με ελληνικό λιγνίτη.
Ο ίδιος αυτός λιγνίτης, που για δεκαετίες χαρακτήριζε την ενεργειακή μας αυτάρκεια, σήμερα πωλείται στα Σκόπια με εξευτελιστικές τιμές των 28–30 ευρώ τον τόνο. Εκεί καίγεται σε λιγνιτικές μονάδες που παραμένουν ανοιχτές, παράγοντας ρεύμα το οποίο στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα με τιμή πολλαπλάσια – 150, 180 ή και πάνω από 200 ευρώ ανά MWh.
Με απλούς υπολογισμούς, αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες πληρώνουν περίπου 56.000 ευρώ την ώρα για να αγοράζουν πίσω το ίδιο προϊόν που πούλησαν λίγες ώρες νωρίτερα σε τιμή κόστους. Και όλα αυτά, με τον λογαριασμό να φουσκώνει στους λογαριασμούς ρεύματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Είναι ένα ενεργειακό σύστημα που λειτουργεί εις βάρος των Ελλήνων και υπέρ των μεσαζόντων, των εμπόρων ενέργειας και των γειτονικών κρατών. Τα Σκόπια κερδίζουν ενεργειακή επάρκεια, οικονομικό όφελος και πολιτική ισχύ, ενώ η Ελλάδα μετατρέπεται από εξαγωγέας σε πελάτης.
Οι πολιτικοί που διαφήμιζαν την «πράσινη μετάβαση» και τη «νέα ΔΕΗ» ως επιτυχία, δημιούργησαν στην πράξη μια νέα μορφή ενεργειακής υποτέλειας. Τα ίδια χρήματα που θα μπορούσαν να επενδυθούν σε σύγχρονες μονάδες καθαρής τεχνολογίας, σε αποθήκευση ενέργειας ή σε δίκτυα, διοχετεύονται σήμερα σε εισαγωγές που τροφοδοτούν ξένες οικονομίες.
Η κατάσταση αυτή αποκαλύπτει το βάθος της κυβερνητικής ανεπάρκειας. Η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων χωρίς παράλληλη ανάπτυξη αποθήκευσης και εφεδρικής ισχύος ήταν απόφαση χωρίς σχέδιο. Η πολιτική του βιασμού της μετάβασης έθεσε τη χώρα σε μια μόνιμη κατάσταση εξάρτησης, εκθέτοντάς την στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού.
Ο μηχανισμός επιδοτήσεων που εισήγαγε η κυβέρνηση για να καλύψει τις αυξήσεις των τιμών δεν είναι τίποτε άλλο από επιδότηση της ανικανότητάς της – με δημόσιο χρήμα, με χρήματα των φορολογουμένων.
Η οικονομική διάσταση του ζητήματος είναι εμφανής στους λογαριασμούς ρεύματος. Κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η τιμή χονδρικής στην Ελλάδα εκτοξεύτηκε – π.χ. τον Νοέμβριο 2024 έφτασε στα 202,22 €/MWh, σημειώνοντας άλμα 72% μέσα σε δύο ημέρες .
Αυτές οι αυξήσεις μετακυλίστηκαν στους καταναλωτές, απαιτώντας κρατικές επιδοτήσεις ύψους δισεκατομμυρίων για τη συγκράτηση των λογαριασμών. Πολλοί αναλυτές και αντιπολιτευόμενοι επέρριψαν ευθύνες στην πρόωρη εγκατάλειψη του λιγνίτη, υποστηρίζοντας ότι στέρησε τη χώρα από μια φθηνότερη εγχώρια πηγή σε μια περίοδο που το εισαγόμενο φυσικό αέριο έγινε πανάκριβο.
Ενδεικτικά, ενώ η Γερμανία επωφελήθηκε από λιγνίτη κόστους ~3 €/MWh (λόγω φθηνής εγχώριας πρώτης ύλης) για να συγκρατήσει τις τιμές της , η Ελλάδα έβλεπε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας να αυξάνεται και τα χρήματα να ρέουν εκτός συνόρων.
Παράλληλα, αναδύεται και μια γεωπολιτική διάσταση. Η ενεργειακή αυτάρκεια αποτελεί στοιχείο εθνικής ασφάλειας. Με την απώλεια του λιγνίτη, η Ελλάδα βρέθηκε πιο εξαρτημένη όχι μόνο από το διεθνές εμπόριο καυσίμων (φυσικό αέριο, LNG κ.λπ.), αλλά και από τα γειτονικά διασυνδεδεμένα ηλεκτρικά grid.
Τα Σκόπια, μια χώρα μικρότερη και παραδοσιακά ενεργειακά εξαρτώμενη, απέκτησε έναν ασυνήθιστο ρόλο: έγινε προμηθευτής ρεύματος για την Ελλάδα. Αυτό αλλάζει την οικονομική σχέση των δύο χωρών – πλέον η Ελλάδα συμβάλλει σημαντικά στα έσοδα του ενεργειακού τομέα των Σκοπίων – και της δίνει έναν μοχλό πίεσης σε περιόδους κρίσης: μια ενδεχόμενη διακοπή εξαγωγών ρεύματος από τα Σκόπια θα δημιουργούσε πρόβλημα στην Ελλάδα, ιδίως αν συμπέσει με υψηλή ζήτηση ή χαμηλή εγχώρια παραγωγή από ΑΠΕ.
Όμως οι συνέπειες δεν είναι μόνο οικονομικές. Είναι κοινωνικές, παραγωγικές και εθνικές. Οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης βυθίζονται στην ανεργία και στην αβεβαιότητα, χωρίς να έχει υλοποιηθεί ούτε το υποσχεθέν σχέδιο «δίκαιης μετάβασης».
Οι κάτοικοι βλέπουν τις ζωές τους να μετατρέπονται σε παράπλευρη απώλεια μιας «πράσινης» πολιτικής βιτρίνας. Και το πιο προκλητικό: τα ίδια ορυχεία που άλλοτε τροφοδοτούσαν τις ελληνικές μονάδες, συνεχίζουν να εξορύσσουν για λογαριασμό των Σκοπίων. Έτσι, ο ρύπος και η περιβαλλοντική φθορά παραμένουν εδώ, αλλά το φθηνό ρεύμα φεύγει αλλού.
Η κυβέρνηση υποκρίνεται πως έχει περιβαλλοντική ευαισθησία, αλλά στην ουσία απλώς «εξάγει» το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα. Ο ελληνικός λιγνίτης δεν σταματά να καίγεται – απλώς καίγεται λίγο βορειότερα, στα ίδια βουνά της Βαλκανικής, και οι ρύποι διαχέονται στην ίδια ατμόσφαιρα.
Η μόνη διαφορά είναι ότι πλέον δεν μετρούν στις εγχώριες στατιστικές. Αυτό το «λογιστικό οικολογικό επίτευγμα» μπορεί να ικανοποιεί τις φόρμες των ευρωπαϊκών εκθέσεων, αλλά δεν προσφέρει τίποτα ουσιαστικό ούτε στο περιβάλλον ούτε στην κοινωνία.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, η ενεργειακή εξάρτηση από μια μικρή χώρα όπως η Βόρεια Μακεδονία δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Μια διακοπή ροής, μια τεχνική αστοχία ή μια πολιτική ένταση θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα επάρκειας στο ελληνικό δίκτυο.
Η ενεργειακή ασφάλεια δεν είναι θεωρητικό σχήμα – είναι προϋπόθεση επιβίωσης για μια χώρα που θέλει να λέγεται ανεξάρτητη. Και η Ελλάδα, αντί να ενισχύσει τη δική της αυτάρκεια, μετατράπηκε σε πεδίο εμπορίας για τις βαλκανικές ενεργειακές ροές.
Το πιο εξοργιστικό, ωστόσο, είναι ότι η ίδια κυβέρνηση που έκλεισε βιαστικά τα εργοστάσια, επανέφερε το 2022 μέρος των λιγνιτικών μονάδων, παραδεχόμενη εμμέσως την αποτυχία της πολιτικής της.
Μετά από δύο χρόνια ενεργειακής κρίσης και εκτόξευσης των τιμών, ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να ανακοινώσει παράταση λειτουργίας έως το 2028 – δηλαδή να πάρει πίσω την ίδια απόφαση που παρουσίαζε ως ιστορική. Πρόκειται για μια κυνική επιβεβαίωση ότι οι αποφάσεις δεν είχαν καμία τεχνική βάση, αλλά ήταν αποτέλεσμα επικοινωνιακού σχεδιασμού.
Αντί να χτίσει νέες, σύγχρονες, καθαρές μονάδες παραγωγής στην Ελλάδα, η κυβέρνηση προτίμησε να αγοράζει πανάκριβα ρεύμα από τους γείτονες. Αντί να επενδύσει σε συστήματα αποθήκευσης, προτίμησε να πληρώνει δισεκατομμύρια για επιδοτήσεις και εισαγωγές.
Αντί να προστατεύσει τους πολίτες από την ακρίβεια, επέλεξε να θυσιάσει την ενεργειακή κυριαρχία της χώρας στον βωμό της «πράσινης εικόνας» και των συμφερόντων που νέμονται την αγορά ενέργειας.
Το τίμημα είναι διπλό: από τη μία πλευρά, ο Έλληνας πολίτης πληρώνει ακριβότερο ρεύμα από ποτέ· από την άλλη, η χώρα χάνει κάθε στρατηγικό έλεγχο πάνω στο ίδιο της το ενεργειακό μέλλον. Κάθε κιλοβατώρα που εισάγεται από τα Σκόπια είναι μια κιλοβατώρα εξάρτησης, ένα ακόμα βήμα προς την ενεργειακή και οικονομική υποτέλεια.
Ο μηχανισμός αυτός δεν είναι απλώς τεχνικό λάθος. Είναι πολιτική επιλογή. Μια επιλογή που εξυπηρετεί τις πολυεθνικές του φυσικού αερίου, τις εταιρείες εμπορίας ενέργειας και τα δίκτυα των «πράσινων» επιδοτήσεων, ενώ μεταφέρει το κόστος στους ώμους της κοινωνίας.
Η Ελλάδα πληρώνει το ρεύμα της σαν να ήταν χώρα χωρίς πόρους, χωρίς υποδομές και χωρίς στρατηγική – κι όμως διαθέτει όλα αυτά, απλώς τα διαχειρίζεται μια κυβέρνηση που νοιάζεται περισσότερο για τις εντυπώσεις παρά για την ουσία.
Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής δεν θα φανούν μόνο στα νούμερα των λογαριασμών. Θα φανούν στη μακροχρόνια αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης, στην εκτίναξη του εμπορικού ελλείμματος, στη μετατροπή της Ελλάδας σε εξαρτημένο ενεργειακό πελάτη των Βαλκανίων και των διεθνών αγορών. Κάθε ευρώ που φεύγει για να πληρώσει εισαγόμενο ρεύμα είναι ένα ευρώ λιγότερο για επενδύσεις, για υποδομές, για κοινωνική συνοχή.
Στο περιβαλλοντικό πεδίο, η Ελλάδα εμφανίζει μια ανάμεικτη εικόνα προόδου και αντιφάσεων. Από τη μία, η δραστική μείωση της καύσης λιγνίτη έφερε άμεσα αποτελέσματα στον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Οι συνολικές εκπομπές CO₂ της χώρας μειώθηκαν σημαντικά μετά το 2019, ιδίως στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, συμβάλλοντας στους κλιματικούς στόχους.
Η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές (αιολικά, φωτοβολταϊκά) επίσης μείωσε τους ατμοσφαιρικούς ρύπους και τη ρύπανση που ταλάνιζε για δεκαετίες τις λιγνιτικές περιοχές (σωματίδια, τέφρα, ρύπανση εδαφών). Οι κάτοικοι σε περιοχές όπως η Πτολεμαΐδα και η Μεγαλόπολη μπορούν πλέον να αναπνέουν κάπως καθαρότερο αέρα, και το τοπίο αρχίζει να αλλάζει – στα ορυχεία της ΔΕΗ εμφανίζονται φωτοβολταϊκά πάρκα εκεί που κάποτε ήταν κρατήρες εξόρυξης .
Από την άλλη πλευρά, τίθεται το ερώτημα: Μήπως απλώς «εξάγουμε» το περιβαλλοντικό μας αποτύπωμα; Ο ελληνικός λιγνίτης καίγεται ούτως ή άλλως, απλώς λίγα χιλιόμετρα βορειότερα, εκπέμποντας CO₂ και ρύπους στην ατμόσφαιρα της Βαλκανικής. Η κλιματική αλλαγή δεν γνωρίζει σύνορα – το CO₂ από τα Σκόπια επηρεάζει εξίσου την ατμόσφαιρα.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, επομένως, το όφελος του πλανήτη από την ελληνική απολιγνιτοποίηση ακυρώνεται εν μέρει όσο ο λιγνίτης μας απλώς καίγεται αλλού. Η Ελλάδα μπορεί να παρουσιάζει μειωμένες εγχώριες εκπομπές (κάτι που μετρά για τις ευρωπαϊκές της δεσμεύσεις), αλλά συνολικά η περιβαλλοντική ουσία είναι πιο σύνθετη.
Επιπλέον, υπάρχει το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της στήριξης στις μεταλιγνιτικές περιοχές. Η απότομη απολιγνιτοποίηση προκάλεσε ανησυχίες για απώλεια θέσεων εργασίας και οικονομική ερήμωση στη Δυτική Μακεδονία. Το κράτος υποσχέθηκε σχέδια μετάβασης και νέα επενδυτικά έργα (φωτοβολταϊκά, αποθήκευση ενέργειας, βιομηχανία) για να απορροφηθούν οι εργαζόμενοι που έμειναν χωρίς αντικείμενο.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτών των σχεδίων μένει να αποδειχθεί στην πράξη – και εν τω μεταξύ, βλέπουμε το οξύμωρο φαινόμενο Έλληνες λιγνιτωρύχοι να εξορύσσουν λιγνίτη που δεν καίγεται ποτέ σε ελληνικό σταθμό, αλλά ταξιδεύει σε ξένη χώρα. Σε περιοχές όπως η Αχλάδα, κάτοικοι διαμαρτύρονται ότι υφίστανται ακόμα τη ρύπανση από την εξορυκτική δραστηριότητα, χωρίς όμως το αντίστοιχο όφελος του φθηνού ρεύματος – αντίθετα, αυτό το όφελος το λαμβάνουν οι γείτονες .
Το ενεργειακό έγκλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι τεχνικό, είναι πολιτικό. Είναι η συστηματική αποδόμηση της εθνικής ενεργειακής κυριαρχίας στο όνομα μιας υποκριτικής «πράσινης» βιτρίνας. Είναι η μετατροπή ενός στρατηγικού πλεονεκτήματος σε μόνιμο μειονέκτημα. Και όσο οι πολίτες πληρώνουν τον λογαριασμό, εκείνοι που αποφάσισαν αυτόν τον δρόμο κρύβονται πίσω από τις «ευρωπαϊκές δεσμεύσεις». Η ιστορία, όμως, θα καταγράψει αυτήν την πολιτική ως ό,τι πραγματικά είναι: μια εσκεμμένη πορεία αποεθνικοποίησης της ενέργειας και υποθήκευσης του μέλλοντος της χώρας.
https://www.visaltis.net/2014/10/1940-1945.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΕάν ο ελληνικός λαός πειστεί και φέρει πάλι Σαμαρά ή Τσίπρα στην εξουσία και η νέα κυβέρνηση μας γ@μαει όπως το έκαναν οι προηγούμενες τότε είναι πολύ πιθανό ο λαός να πάρει την τύχη του στα χέρια του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠιστεύω όμως πως δεν θα περάσουμε ομαλά στην διάδοχη κατάσταση διότι το καθεστώς που μας κυβερνά είναι αδίστακτα εγκληματικό και θα κάνει τα πάντα για να παραμείνει διότι εάν δεν τα καταφέρει πάει μέσα.
Από την άλλη μεριά ο λαός έχει ξεπεράσει τα όρια της επιβίωσης και ένας ένας πεθαίνουμε κυριολεκτικά.
Οπότε ούτε τον λαό τον παίρνει να βασιστεί σε σαμαραδες και τσιπρες εφόσον δεν υπάρχει καμία εγγύηση με νομικές και ποινικές ρήτρες ώστε να εξασφαλίζεται ο λαός με μια νέα σύμβαση με τους πολιτικούς.
Αυτή την στιγμή καταστρέφεται η κτηνοτροφία της Ελλάδος με τρόπο ύποπτο, πεθαίνουν κυριολεκτικά ή και μεταφορικά οι κτηνοτρόφοι ο ένας μετά τον άλλον.
Τα κοπάδια εξοντώνονται ενώ υπάρχει άλλη καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος.
Όταν καταστραφούν οι κτηνοτρόφοι όλοι εσείς οι αστοί θα βρεθείτε σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση διότι το αστικό κράτος της μεταπολίτευσης βασίζεται σε δανεικά χρήματα για να κάνει τις απαραίτητες εισαγωγές τροφίμων για να σας ταισει.
Αυτό το κράτος όμως στην πραγματικότητα είναι χρεοκοπημένο.
Σε λίγο καιρό οι χρηματοδότες του θα σταματήσουν να του παρέχουν χρήμα διότι θα συγκρουστούν σε μια τεράστια σύγκρουση με την Ρωσία και την Κίνα για την οποία σύγκρουση όλοι προετοιμάζονται πυρετωδώς.
Την ίδια στιγμή το ελληνικό κράτος καταστρέφει την υπάρχουσα κτηνοτροφία,για υπόπτους λόγους, δηλαδή την οποια δυνατότητα έχει ο ελληνικός λαός να τραφεί και να συντηρηθεί.
Η ιστορία θα καταγράψει το τέλος της μεταπολίτευσης με τις πιο διεφθαρμένες οικογένειές στο τιμόνι της χώρας.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως θα ξεμπλέξουμε με τα σκουπίδια που μας κυβερνούν μας βασανίζουν και μας εξοντώνουν,ενώ ταυτόχρονα το απολαμβάνουν.
👍👍👍
Διαγραφή